παραμίγνυμι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paramignymi | |Transliteration C=paramignymi | ||
|Beta Code=parami/gnumi | |Beta Code=parami/gnumi | ||
|Definition= | |Definition=v. [[παραμείγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0489.png Seite 489]] (s. [[μίγνυμι]]), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0489.png Seite 489]] (s. [[μίγνυμι]]), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. Pass.</i> παραμέμιγμαι;<br />[[mêler]], [[mélanger]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[μίγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραμίγνυμι zie παραμείγνυμι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραμίγνῡμι:''' [[varia lectio|v.l.]] [[παραμείγνυμι]] (pf. pass. [[παραμέμιγμαι]]) смешивать, примешивать (τινί τι Arph., Arst., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραμίγνυμι''': καὶ -ύω, Ἰων. -[[μίσγω]]. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, [[προστίθημι]] διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, [[ὕδωρ]] παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· [[μέλι]], σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β. | |lstext='''παραμίγνυμι''': καὶ -ύω, Ἰων. -[[μίσγω]]. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, [[προστίθημι]] διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, [[ὕδωρ]] παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· [[μέλι]], σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 31: | ||
|lsmtext='''παραμίγνυμι:''' και -ύω, Ιων. -[[μίσγω]], μέλ. -[[μίξω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αναμιγνύω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, [[ὕδωρ]] παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ὅτι]] αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ. | |lsmtext='''παραμίγνυμι:''' και -ύω, Ιων. -[[μίσγω]], μέλ. -[[μίξω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αναμιγνύω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, [[ὕδωρ]] παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ὅτι]] αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=and -ύω ionic -[[μίσγω]] fut. -[[μίξω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[intermix]] with, τί τινι Ar.:—Pass., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.<br /><b class="num">II.</b> to add by mixing, Lat. admiscere, [[ὕδωρ]] παραμίσγειν Hdt.:—Pass., [[ὅ τι]] αὐτοῖς παραμέμικται Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
v. παραμείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 489] (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. παραμέμιγμαι;
mêler, mélanger.
Étymologie: παρά, μίγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραμίγνυμι zie παραμείγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
παραμίγνῡμι: v.l. παραμείγνυμι (pf. pass. παραμέμιγμαι) смешивать, примешивать (τινί τι Arph., Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραμίγνυμι: καὶ -ύω, Ἰων. -μίσγω. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, προστίθημι διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· μέλι, σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β.
Greek Monolingual
και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].
Greek Monotonic
παραμίγνυμι: και -ύω, Ιων. -μίσγω, μέλ. -μίξω·
I. αναμιγνύω με, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, σε Αριστ.
II. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., ὅτι αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ.
Middle Liddell
and -ύω ionic -μίσγω fut. -μίξω
I. to intermix with, τί τινι Ar.:—Pass., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.
II. to add by mixing, Lat. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.:—Pass., ὅ τι αὐτοῖς παραμέμικται Plat.