διαλυτικός: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(1b) |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dialytikos | |Transliteration C=dialytikos | ||
|Beta Code=dialutiko/s | |Beta Code=dialutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διαλυτική, διαλυτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to sever]], τινός (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 281a; [[destructive]], Id.''Ti.''60b; opp. [[γεννητικός]], Phld.''D.''3.9. Adv. [[διαλυτικῶς]] = [[destructively]], [[in such a way as to dissolve]], Arist.''Top.''153b32.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[relaxing]], νότοι Hp.''Aph.''3.5.<br><span class="bld">III</span> [[embodying a settlement]] or [[compromise]], [[ὁμολογία]] ''PMasp.''154.1 (vi A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[disolvente]], [[que descompone]] τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne</i> Pl.<i>Ti</i>.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan</i> Hp.<i>Aph</i>.3.5<br /><b class="num">•</b>medic. [[resolutivo]] [[δύναμις]] ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, [[δύναμις]] ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.<i>Inc</i>.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente</i>, <i>PMerton</i> 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción</i> op. [[τὰ γεννητικά]] Phld.<i>D</i>.3.9.38, cf. S.E.<i>M</i>.9.10, Alex.Aphr.<i>in Top</i>.333.23, (φῶς) οὐσία διαλυτικὴ σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión</i> Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης διαλυτικὴ τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.<i>in de An</i>.101.6<br /><b class="num">•</b>subst. (ἡ) [[διαλυτική]] = [[descomposición]], [[disociación]], [[acción de deshacer]] τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas</i> Pl.<i>Plt</i>.281a.<br /><b class="num">2</b> como método fil. [[que descompone en partes]] ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico</i> Ammon.<i>in Porph</i>.37.1.<br /><b class="num">II</b> en rel. con la mediación<br /><b class="num">1</b> [[conciliador]] de pers. Phld.<i>Mus</i>.4.18.32.<br /><b class="num">2</b> jur. [[de conciliación]] en procesos de divorcio, testamentos, etc. [[ἔγγραφος]] δ. ὁμολογία <i>PMasp</i>.154re.12, cf. 167.32, <i>PHerm.Rees</i> 31.4, <i>PMich.Gagos</i> 83 (todos VI d.C.), [[ἀμεριμνία]] <i>SB</i> 8988.4 (VII d.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. [[διαλυτικῶς]] = [[destructivamente]] como sinón. de [[φθαρτικῶς]] Arist.<i>Top</i>.153<sup>b</sup>32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à dissoudre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαλύω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à dissoudre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διαλύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διαλυτικός -ή -όν [διαλύω] [[oplossend]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλῠτικός:''' [[разлагающий]], [[разрушительный]] (τινος Plat., Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαλῠτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές ( | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διαλυτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ειδικευμένος στη [[διάλυση]]<br /><b>2.</b> ο αναφερόμενος στη [[διάλυση]] προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα διαλυτικά</i><br />οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν [[πάνω]] στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή [[προφορά]] τους από το προηγούμενο [[φωνήεν]] (π.χ. [[πραΰνω]], [[καΐκι]], haif, contigue)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαλαρωτικός]]<br /><b>2.</b> [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> η [[τάση]] ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του [[μέσα]] σε ένα [[υγρό]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:11, 15 December 2023
English (LSJ)
διαλυτική, διαλυτικόν,
A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt. 281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. διαλυτικῶς = destructively, in such a way as to dissolve, Arist.Top.153b32.
II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5.
III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1disolvente, que descompone τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne Pl.Ti.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan Hp.Aph.3.5
•medic. resolutivo δύναμις ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, δύναμις ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.Inc.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente, PMerton 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)
•fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.Top.153b33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción op. τὰ γεννητικά Phld.D.3.9.38, cf. S.E.M.9.10, Alex.Aphr.in Top.333.23, (φῶς) οὐσία διαλυτικὴ σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης διαλυτικὴ τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.in de An.101.6
•subst. (ἡ) διαλυτική = descomposición, disociación, acción de deshacer τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas Pl.Plt.281a.
2 como método fil. que descompone en partes ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico Ammon.in Porph.37.1.
II en rel. con la mediación
1 conciliador de pers. Phld.Mus.4.18.32.
2 jur. de conciliación en procesos de divorcio, testamentos, etc. ἔγγραφος δ. ὁμολογία PMasp.154re.12, cf. 167.32, PHerm.Rees 31.4, PMich.Gagos 83 (todos VI d.C.), ἀμεριμνία SB 8988.4 (VII d.C.).
III adv. διαλυτικῶς = destructivamente como sinón. de φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.
German (Pape)
[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλυτικός -ή -όν [διαλύω] oplossend.
Russian (Dvoretsky)
διαλῠτικός: разлагающий, разрушительный (τινος Plat., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαλυτικός, -ή, -όν)
1. ο ειδικευμένος στη διάλυση
2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά
οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ και στα λατινικά e, i, u για να δηλωθεί η χωριστή προφορά τους από το προηγούμενο φωνήεν (π.χ. πραΰνω, καΐκι, haif, contigue)
αρχ.
1. ιατρ. χαλαρωτικός
2. καταστρεπτικός
3. η τάση ενός στερεού σώματος να διασπείρει τα μόρια του μέσα σε ένα υγρό.