δυσωρέομαι: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(nl) |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysoreomai | |Transliteration C=dysoreomai | ||
|Beta Code=duswre/omai | |Beta Code=duswre/omai | ||
|Definition=(ὤρα) | |Definition=([[ὤρα]]) [[keep painful watch]], ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183; but Apollon.''Lex.'' read δυσωρήσωσιν, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM''292.49. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[vigilar con dificultad]], [[montar una guardia penosa]] ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ <i>Il</i>.10.183. | |dgtxt=[[vigilar con dificultad]], [[montar una guardia penosa]] ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ <i>Il</i>.10.183. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[δυσωρέομαι]], [[δυσωροῦμαι]];<br /><i>f.</i> δυσωρήσομαι;<br />[[faire une garde pénible]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ὤρα]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] [[beschwerliche Wache halten]]; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσωρέω:''' и [[δυσωρέομαι]] [[нести трудную охрану]] (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δυσωρέομαι [δυσ-, οὖρος / ὦρος: wachter] met moeite, onrustig waken:. ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ zoals wanneer honden in de hof onrustig de wacht houden over de schapen Il. 10.183. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσωρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> ([[ὦρος]] = [[οὖρος]], [[φύλακας]], [[παρατηρητής]]), [[κρατώ]] επίπονη, κοπιαστική [[φρουρά]], [[επιτηρώ]] με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δυσωρέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> ([[ὦρος]] = [[οὖρος]], [[φύλακας]], [[παρατηρητής]]), [[κρατώ]] επίπονη, κοπιαστική [[φρουρά]], [[επιτηρώ]] με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δυσωρέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. ([[ὦρος]], [[οὖρος]], [[ὤρα]])· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὦρος]] = [[οὖρος]] a [[watcher]]]<br />to [[keep]] [[painful]] [[watch]], Il. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:58, 7 April 2024
English (LSJ)
(ὤρα) keep painful watch, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183; but Apollon.Lex. read δυσωρήσωσιν, cf. Hsch., EM292.49.
Spanish (DGE)
vigilar con dificultad, montar una guardia penosa ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ Il.10.183.
French (Bailly abrégé)
δυσωρέομαι, δυσωροῦμαι;
f. δυσωρήσομαι;
faire une garde pénible.
Étymologie: δυσ-, ὤρα.
German (Pape)
[Seite 692] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.
Russian (Dvoretsky)
δυσωρέω: и δυσωρέομαι нести трудную охрану (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσωρέομαι [δυσ-, οὖρος / ὦρος: wachter] met moeite, onrustig waken:. ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ zoals wanneer honden in de hof onrustig de wacht houden over de schapen Il. 10.183.
Greek Monotonic
δυσωρέομαι: μέλ. -ήσομαι (ὦρος = οὖρος, φύλακας, παρατηρητής), κρατώ επίπονη, κοπιαστική φρουρά, επιτηρώ με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωρέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (ὦρος, οὖρος, ὤρα)· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298.