περίπλους: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(nl) |
(CSV import) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=περίπλους | |||
|Medium diacritics=περίπλους | |||
|Low diacritics=περίπλους | |||
|Capitals=ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ | |||
|Transliteration A=períplous | |||
|Transliteration B=periplous | |||
|Transliteration C=periplous | |||
|Beta Code=peri/plous | |||
|Definition=-ουν, ''contr.'' for [[περίπλοος]]¹.<br><b class="num"></b>οῦ, ὁ, ''contr.'' for [[περίπλοος]]². | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>att. c.</i> [[περίπλοος]]. | |btext=<i>att. c.</i> [[περίπλοος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον τοῦ Ἄθω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φιλολ.</b> γεωγραφικό [[κείμενο]] που περιγράφει τα παράλια, [[κατά]] την κύρια [[σημασία]] του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως [[είναι]] λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) [[πλους]] [[γύρω]] από τον στόλο εχθρού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[περιοδεία]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Περίπλους</i><br />[[τίτλος]] πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το [[ταξίδι]] της ψυχής [[κατά]] τη [[μετεμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. [[περίπλους]]].<br /> <b>(II)</b><br />-ουν και, -οος, -οον, Α [[περιπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει [[γύρω]] από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]] («σὺν λοβοῖς [[πολλάκις]] κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κανείς]] να πλεύσει από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο μπορεί να πλεύσει [[κανείς]] («αὔτη [[περίπλους]] ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περίπλους -ου, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] omvaarbaar.<br />περίπλους -ου, ὁ, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] het omvaren:; τοῦ Ἄθω van Athos Hdt. 6.95.2; milit. omsingelende manoeuvre op zee; Xen. Hell. 1.6.31; uitbr. zeereis:; ὑπέσχετο ἤδη γράψειν καὶ τὸν περίπλουν τῆς ἔξω θαλάττης hij heeft al beloofd de zeereis over de buitenzee (buiten de Middellandse zee) te beschrijven Luc. 59.31; overdr.. τοῦ κατὰ τὴν Ἀφροδίτην περίπλου λείψανον een restant van jouw reis over de zee van Aphrodite (Liefde) [Luc.] 49.3. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περί]]-πλους, ουν, [[πλέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[sailing]] [[round]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. that may be sailed [[round]], Thuc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[sailing round]] | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=zusammengezogen aus [[περίπλοος]]¹ und [[περίπλοος]]². | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[circumnavigatio]]'', [[sailing around]], [[circumnavigation]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.80.1/ 2.80.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.97.1/ 2.97.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.1.2/ 6.1.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.36.3/ 7.36.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.36.4/ 7.36.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.4.1/ 8.4.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:36, 16 November 2024
English (LSJ)
-ουν, contr. for περίπλοος¹.
οῦ, ὁ, contr. for περίπλοος².
French (Bailly abrégé)
att. c. περίπλοος.
Greek Monolingual
(I)
-ου, ο, ΝΑ, και περίπλοος, -όου, Α
1. πλους, ταξίδι γύρω από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο περίπλους της Αφρικής» β. «δείσαντες μάλιστα τὸν περίπλοον τοῦ Ἄθω», Ηρόδ.)
2. φιλολ. γεωγραφικό κείμενο που περιγράφει τα παράλια, κατά την κύρια σημασία του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως είναι λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής
αρχ.
1. (με ειδική σημ.) πλους γύρω από τον στόλο εχθρού
2. (κατ' επέκτ.) ταξίδι στην ξηρά, περιοδεία
3. ως κύριο όν. Περίπλους
τίτλος πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη
4. μτφ. το ταξίδι της ψυχής κατά τη μετεμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. περίπλους].
(II)
-ουν και, -οος, -οον, Α περιπλέω
1. αυτός που πλέει γύρω από κάποιον τόπο
2. αυτός που περιβάλλει κάτι («σὺν λοβοῖς πολλάκις κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)
3. (κυρίως για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί κανείς να πλεύσει από τη μία ακτή ώς την απέναντι
4. (με παθ. σημ.) αυτός γύρω από τον οποίο μπορεί να πλεύσει κανείς («αὔτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», Θουκ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπλους -ου, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] omvaarbaar.
περίπλους -ου, ὁ, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] het omvaren:; τοῦ Ἄθω van Athos Hdt. 6.95.2; milit. omsingelende manoeuvre op zee; Xen. Hell. 1.6.31; uitbr. zeereis:; ὑπέσχετο ἤδη γράψειν καὶ τὸν περίπλουν τῆς ἔξω θαλάττης hij heeft al beloofd de zeereis over de buitenzee (buiten de Middellandse zee) te beschrijven Luc. 59.31; overdr.. τοῦ κατὰ τὴν Ἀφροδίτην περίπλου λείψανον een restant van jouw reis over de zee van Aphrodite (Liefde) [Luc.] 49.3.
Middle Liddell
περί-πλους, ουν, πλέω
I. sailing round, Anth.
II. pass. that may be sailed round, Thuc.
English (Woodhouse)
German (Pape)
zusammengezogen aus περίπλοος¹ und περίπλοος².
Lexicon Thucydideum
circumnavigatio, sailing around, circumnavigation, 2.80.1, 2.97.1. 6.1.2, 7.36.3, 7.36.4, 8.4.1.