συνευνέτης: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(nl) |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synevnetis | |Transliteration C=synevnetis | ||
|Beta Code=suneune/ths | |Beta Code=suneune/ths | ||
|Definition= | |Definition=συνευνέτου, ὁ, [[bed-fellow]], [[consort]], E.''Med.''240, ''Hipp.''416 (pl.), etc.; Dor. [[ξυνευνέτας]] ''Supp.Epigr.''7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. [[συνευνέτις]], ιδος, ἡ, [[wife]] or [[concubine]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''908, ''APl.''4.182.8 (Leon.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ου (ὁ) :<br />[[qui partage la couche d'un autre]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνή]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [[[σύν]], [[εὐνή]]] [[bedgenoot]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=ὁ, <i>[[Bettgenosse]], [[Gatte]]</i>; [[ὅτῳ]] [[μάλιστα]] χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. <i>Med</i>. 240; <i>Hel</i>. 1309, und [[öfter]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συνευνέτης:''' ου ὁ Eur. = ὁ [[σύνευνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α<br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνευνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]]/ -<i>έτις</i> ( | |mltxt=ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α<br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνευνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]]/ -<i>έτις</i> ([[πρβλ]]. [[παρευνέτις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ. | |lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνευνέτης''': -ου, ὁ, [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 19 October 2024
English (LSJ)
συνευνέτου, ὁ, bed-fellow, consort, E.Med.240, Hipp.416 (pl.), etc.; Dor. ξυνευνέτας Supp.Epigr.7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. συνευνέτις, ιδος, ἡ, wife or concubine, E.Andr.908, APl.4.182.8 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui partage la couche d'un autre.
Étymologie: σύν, εὐνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.
German (Pape)
ὁ, Bettgenosse, Gatte; ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. Med. 240; Hel. 1309, und öfter.
Russian (Dvoretsky)
συνευνέτης: ου ὁ Eur. = ὁ σύνευνος.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα -έτης/ -έτις (πρβλ. παρευνέτις)].
Greek Monotonic
συνευνέτης: -ου, ὁ, ἡ (εὐνή), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι του με κάποιον, σύζυγος, στον ίδ.· ερωτικός σύντροφος, σε Ευρ.· θηλ. συνευνέτις, -ιδος, σύζυγος ή ερωμένη, παλλακίδα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνευνέτης: -ου, ὁ, σύνευνος, ὁμόλεκτρος, σύζυγος, σύμβιος, Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ σύζυγος, ἢ παλλακή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.