Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metopidios
|Transliteration C=metopidios
|Beta Code=metwpi/dios
|Beta Code=metwpi/dios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.171</span> (cj. for -<b class="b3">ιδαῖος</b>; v.l. [[περιμετωπίδιος]]) ; πλέγμα <span class="title">AP</span>9.543 (Phil.).</span>
|Definition=μετωπίδιον, = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] Hp.''Mul.''2.171 (cj. for -[[ιδαῖος]]; [[varia lectio|v.l.]] [[περιμετωπίδιος]]); πλέγμα ''AP''9.543 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] = [[μετωπιαῖος]]; [[ἱδρώς]], Hipp.; [[πλέγμα]], Philp. 62 (IX, 543).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] = [[μετωπιαῖος]]; [[ἱδρώς]], Hipp.; [[πλέγμα]], Philp. 62 (IX, 543).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[du front]].<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετωπίδιος:''' (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный ([[πλέγμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετωπίδιος''': -ον, = [[μετωπιαῖος]], Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.
|lstext='''μετωπίδιος''': -ον, = [[μετωπιαῖος]], Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πτερ</i>-[[ίδιος]], <i>ωμ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[πτερίδιος]], [[ωμίδιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετωπίδιος:''' (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный ([[πλέγμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετωπίδιος]], ον [[μέτωπον]]<br />on the [[forehead]], Anth.
|mdlsjtxt=[[μετωπίδιος]], ον [[μέτωπον]]<br />on the [[forehead]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

μετωπίδιον, = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος); πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.