εὐοδέω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(1ab) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evodeo | |Transliteration C=evodeo | ||
|Beta Code=eu)ode/w | |Beta Code=eu)ode/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[have a free course]] or [[passage]], of running water, D.55.10; of bodily secretions, Arist.''GA''725a35, etc.; of trees, [[have root-room]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.4:—impers. in Pass., [[εὐοδεῖται]] [[there is a free passage]], Arist.''GA''739a35.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[fare well]], [[prosper]], εὐοδῶν πορεύομαι Theopomp.Com.74, cf. Ph.1.430, Procl.''Hyp.''4.31; κατὰ τὸν βίον Herm. ''in Phdr.''p.155 A.; <b class="b3">τέχναι, ψυχή εὐ</b>., Ph.1.687, 240; <b class="b3">εὐώδει σοι τὰ πράγματα</b> ib.145; ἀπόδειξις -οῦσα πρὸς τὰ συμπεράσματα Dam.''Pr.'' 376; [ἡ ἀρετὴ]… προϊοῦσα εὐοδεῖ M.Ant.6.17; [[εὐόδει]], on a gravestone, ''IG''12(7).449. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] guten Weg, guten Fortgang haben; vom Wasser, ᾑ μὲν ἂν εὐοδῇ, φέρεται [[κάτω]] κατὰ τὴν ὁδόν Dem. 55, 10; ῥεῖ [[ὅπου]] ἂν εὐοδήσῃ τοῦ σώματος, wo es im Körper einen Gang, Ausgang findet, Arist. gen. anim. 1, 18; Sp. – Pass., εὐοδεῖ. ται τῷ σπέρματι Arist. gen. anim. 2, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] guten Weg, guten Fortgang haben; vom Wasser, ᾑ μὲν ἂν εὐοδῇ, φέρεται [[κάτω]] κατὰ τὴν ὁδόν Dem. 55, 10; ῥεῖ [[ὅπου]] ἂν εὐοδήσῃ τοῦ σώματος, wo es im Körper einen Gang, Ausgang findet, Arist. gen. anim. 1, 18; Sp. – Pass., εὐοδεῖ. ται τῷ σπέρματι Arist. gen. anim. 2, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[εὐοδῶ]] :<br />[[avoir un chemin facile]], [[s'ouvrir facilement un passage]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔοδος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐοδέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[иметь хороший путь]], [[находить свободный выход]] Dem., Arst.; impers. pass. εὐοδεῖται Arst. имеется свободный проход. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐοδέω''': ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.· 10· ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17· χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907· 9. 3706. | |lstext='''εὐοδέω''': ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.· 10· ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17· χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907· 9. 3706. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐοδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔοδος]]), έχω ελεύθερο [[πέρασμα]] ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο [[νερό]], σε Δημ. | |lsmtext='''εὐοδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔοδος]]), έχω ελεύθερο [[πέρασμα]] ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο [[νερό]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐοδέω]], fut. -ήσω [[εὔοδος]]<br />to [[have]] a [[free]] [[course]] or [[passage]], of [[running]] [[water]], Dem. | |mdlsjtxt=[[εὐοδέω]], fut. -ήσω [[εὔοδος]]<br />to [[have]] a [[free]] [[course]] or [[passage]], of [[running]] [[water]], Dem. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=καί [[εὐοδόω]] -ῶ (=πηγαίνω [[καλά]], κάνω τήν [[πορεία]] κάποιου [[καλή]]). Παρασύνθετο ἀπό τό [[εὔοδος]] (=[[εὐδιάβατος]]), ([[εὖ]] + [[ὁδός]] τοῦ [[εἶμι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[εὐοδία]] (=καλό ταξίδι), (νεοελλ. κατευόδωση = [[ἐπιτυχία]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:27, 16 March 2024
English (LSJ)
A have a free course or passage, of running water, D.55.10; of bodily secretions, Arist.GA725a35, etc.; of trees, have root-room, Thphr. HP 1.6.4:—impers. in Pass., εὐοδεῖται there is a free passage, Arist.GA739a35.
2 metaph., fare well, prosper, εὐοδῶν πορεύομαι Theopomp.Com.74, cf. Ph.1.430, Procl.Hyp.4.31; κατὰ τὸν βίον Herm. in Phdr.p.155 A.; τέχναι, ψυχή εὐ., Ph.1.687, 240; εὐώδει σοι τὰ πράγματα ib.145; ἀπόδειξις -οῦσα πρὸς τὰ συμπεράσματα Dam.Pr. 376; [ἡ ἀρετὴ]… προϊοῦσα εὐοδεῖ M.Ant.6.17; εὐόδει, on a gravestone, IG12(7).449.
German (Pape)
[Seite 1084] guten Weg, guten Fortgang haben; vom Wasser, ᾑ μὲν ἂν εὐοδῇ, φέρεται κάτω κατὰ τὴν ὁδόν Dem. 55, 10; ῥεῖ ὅπου ἂν εὐοδήσῃ τοῦ σώματος, wo es im Körper einen Gang, Ausgang findet, Arist. gen. anim. 1, 18; Sp. – Pass., εὐοδεῖ. ται τῷ σπέρματι Arist. gen. anim. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
εὐοδῶ :
avoir un chemin facile, s'ouvrir facilement un passage.
Étymologie: εὔοδος.
Russian (Dvoretsky)
εὐοδέω:
1 иметь хороший путь, находить свободный выход Dem., Arst.; impers. pass. εὐοδεῖται Arst. имеется свободный проход.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοδέω: ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα δίοδος, ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.· 10· ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17· χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907· 9. 3706.
Greek Monotonic
εὐοδέω: μέλ. -ήσω (εὔοδος), έχω ελεύθερο πέρασμα ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο νερό, σε Δημ.
Middle Liddell
εὐοδέω, fut. -ήσω εὔοδος
to have a free course or passage, of running water, Dem.
Mantoulidis Etymological
καί εὐοδόω -ῶ (=πηγαίνω καλά, κάνω τήν πορεία κάποιου καλή). Παρασύνθετο ἀπό τό εὔοδος (=εὐδιάβατος), (εὖ + ὁδός τοῦ εἶμι).
Παράγωγα: εὐοδία (=καλό ταξίδι), (νεοελλ. κατευόδωση = ἐπιτυχία).