ἐπιστορέννυμι: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(1ab)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistorennymi
|Transliteration C=epistorennymi
|Beta Code=e)pistore/nnumi
|Beta Code=e)pistore/nnumi
|Definition=or (Hsch. s.v. [[ψιάθια]]) ἐπιστόρνυμι: fut. <b class="b3">-στρώσω</b>: aor. 1 <b class="b3">-εστόρεσα</b> or <b class="b3">-έστρωσα</b>: aor. Med. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -εστορέσαντο <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>24.334</span>:—<b class="b2">strew</b> or <b class="b2">spread upon</b>, <b class="b3">ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα</b> <b class="b2">upon</b> the bed, <span class="bibl">Od. 14.50</span>; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>75</span>; a barbarous fut., <b class="b3">ἐπιστρωννύσω</b> <b class="b3">τῇ γῇ νιφετόν</b>, only in Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>24. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. <b class="b2">saddle</b>, <b class="b3">ἐπιστρῶσαι</b> τὸν ὄνον <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.9.1</span>; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.Es</span>4</span>.</span>
|Definition=or ([[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ψιάθια]]) [[ἐπιστόρνυμι]]: fut. ἐπιστρώσω: aor. 1 ἐπεστόρεσα or ἐπέστρωσα: aor. Med.<br><span class="bld">A</span> ἐπεστορέσαντο [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 24.334:—[[strew]] or [[spread upon]], <b class="b3">ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα</b> [[upon]] the bed, Od. 14.50; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.''Art.''75; a barbarous fut., [[ἐπιστρωννύσω]] <b class="b3">τῇ γῇ νιφετόν</b>, only in Ps.-Luc.''Philopatr.''24.<br><span class="bld">2</span>. [[saddle]], [[ἐπιστρῶσαι]] τὸν ὄνον J.''AJ''8.9.1; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.''Prom.Es''4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] (s. [[στορέννυμι]], darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] (s. [[στορέννυμι]], darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπεστόρεσα;<br />étendre sur ; <i>Pass.</i> être couvert d'une housse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στορέννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστορέννῡμι:'''<br /><b class="num">1</b> (на чем-л.) [[расстилать]] ([[δέρμα]] αἰγός Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2</b> [[покрывать]] (ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστορέννῡμι''': ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) [[ἐπισάττω]], ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.
|lstext='''ἐπιστορέννῡμι''': ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) [[ἐπισάττω]], ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπεστόρεσα;<br />étendre sur ; <i>Pass.</i> être couvert d’une housse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στορέννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστορέννῡμι:''' μέλ. <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i> ή <i>-έστρωσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρώνω]] ή [[επιστρώνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σελώνω, [[σαμαρώνω]], [[φορτώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐπιστορέννῡμι:''' μέλ. <i>-στρώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστόρεσα</i> ή <i>-έστρωσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στρώνω]] ή [[επιστρώνω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σελώνω, [[σαμαρώνω]], [[φορτώνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστορέννῡμι:''' <b class="num">1)</b> (на чем-л.) расстилать ([[δέρμα]] αἰγός Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> покрывать (ἡ [[κάμηλος]] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -στρώσω aor1 -εστόρεσα or -έστρωσα<br /><b class="num">1.</b> to [[strew]] or [[spread]] [[upon]], Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[saddle]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. -στρώσω aor1 -εστόρεσα or -έστρωσα<br /><b class="num">1.</b> to [[strew]] or [[spread]] [[upon]], Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[saddle]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 22:14, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστορέννῡμι Medium diacritics: ἐπιστορέννυμι Low diacritics: επιστορέννυμι Capitals: ΕΠΙΣΤΟΡΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epistorénnymi Transliteration B: epistorennymi Transliteration C: epistorennymi Beta Code: e)pistore/nnumi

English (LSJ)

or (Hsch. s.v. ψιάθια) ἐπιστόρνυμι: fut. ἐπιστρώσω: aor. 1 ἐπεστόρεσα or ἐπέστρωσα: aor. Med.
A ἐπεστορέσαντο Nonn. D. 24.334:—strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75; a barbarous fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24.
2. saddle, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον J.AJ8.9.1; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 985] (s. στορέννυμι, darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεστόρεσα;
étendre sur ; Pass. être couvert d'une housse.
Étymologie: ἐπί, στορέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστορέννῡμι:
1 (на чем-л.) расстилать (δέρμα αἰγός Hom. - in tmesi);
2 покрывать (ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστορέννῡμι: ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) ἐπισάττω, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.

Greek Monolingual

ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α)
1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» — έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.)
2. σαμαρώνω
κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»].

Greek Monotonic

ἐπιστορέννῡμι: μέλ. -στρώσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα ή -έστρωσα·
1. στρώνω ή επιστρώνω, σε Ομήρ. Οδ.
2. σελώνω, σαμαρώνω, φορτώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -στρώσω aor1 -εστόρεσα or -έστρωσα
1. to strew or spread upon, Od.
2. to saddle, Luc.