ζωγρία: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(1ab)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zogria
|Transliteration C=zogria
|Beta Code=zwgri/a
|Beta Code=zwgri/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taking alive</b>, <b class="b3">ζωγρίῃ λαβεῖν</b> or <b class="b3">αἱρέειν</b>,= <b class="b3">ζωγρεῖν</b>, <span class="bibl">Hdt.6.28</span>,<span class="bibl">37</span>; συλλαβεῖν <span class="title">SIG</span>700.30 (Macedonia, ii B.C.) <b class="b3">ζωγρία ἐγκρατὴς</b> or <b class="b3">κύριος γενέσθαι τινὸς</b>, <span class="bibl">Plb.1.9.8</span>, <span class="bibl">1.79.4</span>; <b class="b3">ζωγρία ἀνάγεσθαι</b> or <b class="b3">εἰσανάγεσθαι</b>, <span class="bibl">Str.11.11.6</span>, <span class="bibl">Plb.1.82.2</span>; <b class="b3">ζ. ἀποβαλεῖν τινα</b> to lose him <b class="b2">by his being captured</b>, ib.<span class="bibl">15.2</span>, <span class="bibl">Str.8.4.2</span>; ζ. ἁλῶναι <span class="bibl">Plb.5.86.5</span>.</span>
|Definition=Ion. [[ζωγρίη]], ἡ, [[taking alive]], [[ζωγρίῃ λαβεῖν]] or [[ζωγρίῃ αἱρέειν]], = [[ζωγρεῖν]], [[Herodotus|Hdt.]]6.28,37; συλλαβεῖν ''SIG''700.30 (Macedonia, ii B.C.) <b class="b3">ζωγρία ἐγκρατὴς</b> or <b class="b3">κύριος γενέσθαι τινὸς</b>, Plb.1.9.8, 1.79.4; [[ζωγρίῃ ἀνάγεσθαι]] or [[ζωγρίῃ εἰσανάγεσθαι]], Str.11.11.6, Plb.1.82.2; <b class="b3">ζ. ἀποβαλεῖν τινα</b> to [[lose]] him by his being [[captured]], ib.15.2, Str.8.4.2; ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ἡ, = [[ζωγρεία]], ζωγρίῃ [[λαβεῖν]], αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ἡ, = [[ζωγρεία]], ζωγρίῃ [[λαβεῖν]], αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ζωγρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37· ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ [[κύριος]] γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4· ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2· ζ. [[ἀποβάλλω]] τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359· ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.
|btext=ας (ἡ) :<br />capture d'un prisonnier vivant : [[ζωγρίῃ λαβεῖν]] τινα HDT <i>ou</i> [[ζωγρίῃ αἱρέειν]] HDT [[prendre qqn vivant]].<br />'''Étymologie:''' [[ζωγρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζωγρία -ας, ἡ, Ion. ζωγρίη [ζωγρέω] [[gevangenneming]]; uitdr.. [[ζωγρίᾳ λαμβάνειν]] of [[ζωγρίᾳ αἱρεῖν]] = [[levend gevangen nemen]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />capture d’un prisonnier vivant : ζωγρίῃ [[λαβεῖν]] τινα HDT <i>ou</i> αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.<br />'''Étymologie:''' [[ζωγρέω]].
|elrutext='''ζωγρία:''' ион. [[ζωγρίη]] ἡ Her., Polyb. = [[ζωγρεία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωγρία]] και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> η [[σύλληψη]] ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζωγρία]] [[αποβάλλω]] τινά» — [[χάνω]] κάποιον [[επειδή]] συνελήφθη.
|mltxt=[[ζωγρία]] και ιων. τ. [[ζωγρίη]], ἡ (Α) [[ζωγρώ]]<br /><b>1.</b> η [[σύλληψη]] ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ζωγρία]] [[αποβάλλω]] τινά» — [[χάνω]] κάποιον [[επειδή]] συνελήφθη.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζωγρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται [[κάποιος]] [[ζωντανός]] (και [[συνήθως]] η [[μετέπειτα]] [[αιχμαλωσία]] του)· <i>ζωγρίῃ λαμβάνειν</i> ή <i>αἱρέειν = ζωγρεῖν</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ζωγρία:''' Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται [[κάποιος]] [[ζωντανός]] (και [[συνήθως]] η [[μετέπειτα]] [[αιχμαλωσία]] του)· <i>ζωγρίῃ λαμβάνειν</i> ή <i>αἱρέειν = ζωγρεῖν</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζωγρία:''' ион. [[ζωγρίη]] ἡ Her., Polyb. = [[ζωγρεία]].
|lstext='''ζωγρία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37· ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ [[κύριος]] γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4· ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2· ζ. [[ἀποβάλλω]] τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359· ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=ζωγρία -ας, , Ion. ζωγρίη [ζωγρέω] gevangenneming; uitdr.. ζωγρίᾳ λαμβάνειν of αἱρεῖν levend gevangen nemen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζωγρία]], ἡ,<br />a [[taking]] [[alive]], ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν = ζωγρεῖν, Hdt.
|mdlsjtxt=[[ζωγρία]], ἡ,<br />a [[taking]] [[alive]], ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν = ζωγρεῖν, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 27 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρία Medium diacritics: ζωγρία Low diacritics: ζωγρία Capitals: ΖΩΓΡΙΑ
Transliteration A: zōgría Transliteration B: zōgria Transliteration C: zogria Beta Code: zwgri/a

English (LSJ)

Ion. ζωγρίη, ἡ, taking alive, ζωγρίῃ λαβεῖν or ζωγρίῃ αἱρέειν, = ζωγρεῖν, Hdt.6.28,37; συλλαβεῖν SIG700.30 (Macedonia, ii B.C.) ζωγρία ἐγκρατὴς or κύριος γενέσθαι τινὸς, Plb.1.9.8, 1.79.4; ζωγρίῃ ἀνάγεσθαι or ζωγρίῃ εἰσανάγεσθαι, Str.11.11.6, Plb.1.82.2; ζ. ἀποβαλεῖν τινα to lose him by his being captured, ib.15.2, Str.8.4.2; ζ. ἁλῶναι Plb.5.86.5.

German (Pape)

[Seite 1142] ἡ, = ζωγρεία, ζωγρίῃ λαβεῖν, αἱρεῖν, Her. 6, 28. 37 u. Sp., wie Strab. VII, 302 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
capture d'un prisonnier vivant : ζωγρίῃ λαβεῖν τινα HDT ou ζωγρίῃ αἱρέειν HDT prendre qqn vivant.
Étymologie: ζωγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωγρία -ας, ἡ, Ion. ζωγρίη [ζωγρέω] gevangenneming; uitdr.. ζωγρίᾳ λαμβάνειν of ζωγρίᾳ αἱρεῖν = levend gevangen nemen.

Russian (Dvoretsky)

ζωγρία: ион. ζωγρίη ἡ Her., Polyb. = ζωγρεία.

Greek Monolingual

ζωγρία και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) ζωγρώ
1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του
2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» — χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη.

Greek Monotonic

ζωγρία: Ιων. -ίη, ἡ, το να συλλαμβάνεται κάποιος ζωντανός (και συνήθως η μετέπειτα αιχμαλωσία του)· ζωγρίῃ λαμβάνειν ή αἱρέειν = ζωγρεῖν, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ συλλαμβάνειν τινὰ ζῶντα, ζωγρίῃ λαμβάνειν, αἱρέειν = ζωγρεῖν Ἡρόδ. 6. 28, 37· ζωγρίᾳ ἐγκρατὴς ἢ κύριος γίγνομαί τινος Πολύβ. 1. 9, 8., 1. 79, 4· ζωγρίᾳ ἀνάγεσθαι ἢ εἰσανάγεσθαι Στράβων 518, Πολύβ, 1. 82, 2· ζ. ἀποβάλλω τινά, χάνω τινὰ συλληφθέντα, ὁ αὐτ. 1. 15, 2, Στράβων 359· ζ. ἁλῶναι Πολύβ. 5. 86, 5.

Middle Liddell

ζωγρία, ἡ,
a taking alive, ζωγρίῃ λαμβάνειν or αἱρέειν = ζωγρεῖν, Hdt.