μεταθέω: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(1ba)
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metatheo
|Transliteration C=metatheo
|Beta Code=metaqe/w
|Beta Code=metaqe/w
|Definition=fut. -<b class="b3">θεύσομαι</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">run after</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.22</span>; <b class="b2">pursue</b>, τινα <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>5.177b</span>; [<b class="b3">τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις</b> by working on his desires, <span class="bibl">Clearch. 37</span>: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prm.</span>128c</span>; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη <span class="bibl">Id.<span class="title">Plt.</span>301e</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>226b</span>; αἰτίαν <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">hunt</b> or <b class="b2">range over</b>, τὰ ὄρη <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.9</span>: abs., <b class="b2">hunt about, range</b>, ib.<span class="bibl">6.25</span>,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">run hither and thither</b>, ἑκασταχόσε <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>16</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>74</span>, al.; <b class="b3">ἀνιχνευούσας μεταθεῖν</b>, of bees, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>624a28</span>.</span>
|Definition=fut. μεταθεύσομαι,<br><span class="bld">A</span> [[run after]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.22; [[pursue]], τινα Jul. ''Or.''5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.''Prm.''128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.''Plt.''301e, cf. ''Sph.''226b; αἰτίαν Iamb.''Protr.''4.<br><span class="bld">II</span> [[hunt]] or [[range over]], τὰ ὄρη [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''4.9: abs., [[hunt about]], [[range]], ib.6.25,al.<br><span class="bld">2</span> [[run hither and thither]], ἑκασταχόσε Plu.''Pyrrh.''16, cf. App.''Mith.''74, al.; <b class="b3">ἀνιχνευούσας μεταθεῖν</b>, of bees, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''624a28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. θέω), nachlaufen, verfolgen, bes. vom Jäger, ὥςπερ σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα, Plat. Parm. 128 c, [[ἴχνος]], Soph. 226 a, u. so vom Jäger auch Lach. 194 b; Xen. Cyr. 2, 4, 24. 27; auch ταῖς ἐπιθυμίαις, Clearch. bei Ath. IV, 619 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. θέω), nachlaufen, verfolgen, bes. vom Jäger, ὥσπερ σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα, Plat. Parm. 128 c, [[ἴχνος]], Soph. 226 a, u. so vom Jäger auch Lach. 194 b; Xen. Cyr. 2, 4, 24. 27; auch ταῖς ἐπιθυμίαις, Clearch. bei Ath. IV, 619 c.
}}
{{ls
|lstext='''μεταθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινός, [[διώκω]], «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως [[μετὰ]] δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. [[διατρέχω]], [[περιτρέχω]], τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[περιέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 6, 25.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=courir après, poursuivre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[θέω]].
|btext=courir après, poursuivre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[θέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταθέω:''' (fut. μεταθεύσομαι)<br><b class="num">1</b> [[гоняться]], [[преследовать]], [[бежать по следу]] ([[ταχύ]] Xen.);<br /><b class="num">2</b> (об охотничьих собаках), [[обегать]], [[обрыскать]], (τὰ ὄρη Xen.);<br /><b class="num">3</b> перен. [[выслеживать]], [[отыскивать чутьем]] (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; [[ἑκασταχόσε]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''μεταθέω''': μέλλ. -θεύσομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινός, [[διώκω]], «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως μετὰ δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. [[διατρέχω]], [[περιτρέχω]], τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., [[περιτρέχω]], [[περιέρχομαι]], [[αὐτόθι]] 6, 25.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[τρέχω]] στο κατόπι, [[κυνηγώ]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασκώ]] το [[κυνήγι]] ή [[περιπλανώμαι]], <i>τὰ ὄρη</i>, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο [[κυνήγι]], περιφέρομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''μεταθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">I.</b> [[τρέχω]] στο κατόπι, [[κυνηγώ]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ασκώ]] το [[κυνήγι]] ή [[περιπλανώμαι]], <i>τὰ ὄρη</i>, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο [[κυνήγι]], περιφέρομαι, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταθέω:''' (fut. μεταθεύσομαι)<b class="num">1)</b> гоняться, преследовать, бежать по следу ([[ταχύ]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (об охотничьих собаках) обегать, обрыскать (τὰ ὄρη Xen.);<br /><b class="num">3)</b> перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; [[ἑκασταχόσε]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to run [[after]], [[chase]], Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[hunt]] or [[range]] [[over]], τὰ ὄρη Xen.: absol. to [[hunt]] [[about]], [[range]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to run [[after]], [[chase]], Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[hunt]] or [[range]] [[over]], τὰ ὄρη Xen.: absol. to [[hunt]] [[about]], [[range]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταθέω Medium diacritics: μεταθέω Low diacritics: μεταθέω Capitals: ΜΕΤΑΘΕΩ
Transliteration A: metathéō Transliteration B: metatheō Transliteration C: metatheo Beta Code: metaqe/w

English (LSJ)

fut. μεταθεύσομαι,
A run after, X.Cyn.6.22; pursue, τινα Jul. Or.5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.Plt.301e, cf. Sph.226b; αἰτίαν Iamb.Protr.4.
II hunt or range over, τὰ ὄρη X.Cyn.4.9: abs., hunt about, range, ib.6.25,al.
2 run hither and thither, ἑκασταχόσε Plu.Pyrrh.16, cf. App.Mith.74, al.; ἀνιχνευούσας μεταθεῖν, of bees, Arist.HA624a28.

German (Pape)

[Seite 146] (s. θέω), nachlaufen, verfolgen, bes. vom Jäger, ὥσπερ σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα, Plat. Parm. 128 c, ἴχνος, Soph. 226 a, u. so vom Jäger auch Lach. 194 b; Xen. Cyr. 2, 4, 24. 27; auch ταῖς ἐπιθυμίαις, Clearch. bei Ath. IV, 619 c.

French (Bailly abrégé)

courir après, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, θέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταθέω: (fut. μεταθεύσομαι)
1 гоняться, преследовать, бежать по следу (ταχύ Xen.);
2 (об охотничьих собаках), обегать, обрыскать, (τὰ ὄρη Xen.);
3 перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; ἑκασταχόσε Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω κατόπιν τινός, διώκω, «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως μετὰ δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. διατρέχω, περιτρέχω, τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., περιτρέχω, περιέρχομαι, αὐτόθι 6, 25.

Greek Monolingual

μεταθέω (Α)
1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ
2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.)
3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω
4. τρέχω εδώ και εκεί
5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θέω «τρέχω»].

Greek Monotonic

μεταθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω στο κατόπι, κυνηγώ, σε Ξεν. κ.λπ.
II. ασκώ το κυνήγι ή περιπλανώμαι, τὰ ὄρη, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο κυνήγι, περιφέρομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
I. to run after, chase, Xen., etc.
II. to hunt or range over, τὰ ὄρη Xen.: absol. to hunt about, range, Xen.