ἀντιλογικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (1 revision imported)
 
(21 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antilogikos
|Transliteration C=antilogikos
|Beta Code=a)ntilogiko/s
|Beta Code=a)ntilogiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">given to contradiction, disputatious</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1173</span>, <span class="bibl">Isoc.15.48</span>, <span class="bibl">Ph.1.412</span>, <span class="bibl">Sor.1.14</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span> 197a</span>, al.: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">the art of disputation</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>454a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Phdr.</span> 261d</span>; τὸ-κόν <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>225b</span>: οἱ -κοί <b class="b2">persons skilled in this art</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ly.</span> 216a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Phd.</span>101e</span>; of arguments, <b class="b3">οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες</b> ib.<span class="bibl">900</span>: [<b class="b3">λόγοι] -κοί, οἱ,</b> title of work by Protagoras, <span class="bibl">D.L.3.37</span>. Adv. -κῶς <b class="b2">in the manner of such disputants</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>164c</span>.</span>
|Definition=ἀντιλογική, ἀντιλογικόν, [[given to contradiction]], [[disputatious]], Ar.''Nu.''1173, Isoc.15.48, Ph.1.412, Sor.1.14, [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]'' 197a, al.: ἡ [[ἀντιλογική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of disputation]], Id.''R.''454a, ''Phdr.'' 261d; τὸ-κόν Id.''Sph.''225b: οἱ -κοί [[persons skilled in this art]], Id.''Ly.'' 216a, ''Phd.''101e; of arguments, <b class="b3">οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες</b> ib.900: [λόγοι] -κοί, οἱ, title of work by Protagoras, D.L.3.37. Adv. [[ἀντιλογικῶς]] = [[in the manner of such disputants]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''164c.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[refutatorio]], [[apto para contradecir como algo propio de la sofistica]] (λόγοι) Ἀντιλογικοί Protag.B 5 (tít.), οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες Pl.<i>Phd</i>.90c, ζητήματα ... ἀντιλογικὰ καὶ δυσεριστίαν τινὰ ἐμφαίνοντα Iambl.<i>Myst</i>.1.2<br /><b class="num">•</b>ἀ. τέχνη [[arte de la refutación]] Pl.<i>Sph</i>.226a, 232e, <i>R</i>.454a, cf. <i>Phdr</i>.261d<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. Pl.<i>Sph</i>.225b.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[experto en el debate]], [[hábil discutidor o argumentador]], [[dialéctico]] de los sofistas ἀ. αὐτὸν (σοφιστήν) ἔφαμεν εἶναί που Pl.<i>Sph</i>.232b, οἱ πάσσοφοι ἄνδρες, οἱ ἀντιλογικοί Pl.<i>Ly</i>.216a, ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικός Ar.<i>Nu</i>.1173, cf. Isoc.15.45, Ph.1.412<br /><b class="num"></b>subst. masc. οἱ ἀ. [[Los hombres hábiles en el debate]], [[los dialécticos]] Pl.<i>Phd</i>.101e, Arist.<i>Top</i>.105<sup>a</sup>18, τῶν ἀντιλογικῶν δ' Εὔδοξον ὁ Διογένης κάμηλον μέγιστον ἔλεγεν Diógenes llamó a Eudoxo el mayor camello entre los hábiles discurseadores</i> Phld.<i>D</i>.1.21.27.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[a la manera de los dialécticos]] Pl.<i>Tht</i>.164c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0255.png Seite 255]] geschickt im Widersprechen, Disputiren, spitzfindig, Ar. Nubb. 1155; öfter Plat. ἡ ἀντιλογική, sc. [[τέχνη]], Phaed. 261 d, die Disputirkunst, Sophistik; auch τὸ ἀντιλογικόν, Soph. 225 b; λόγοι ἀντιλ., Gegenreden, Phaed. 90 b. – Adv. ἀντιλογικῶς, Theaet. 164 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0255.png Seite 255]] geschickt im Widersprechen, Disputiren, spitzfindig, Ar. Nubb. 1155; öfter Plat. ἡ ἀντιλογική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Phaed. 261 d, die Disputirkunst, Sophistik; auch τὸ ἀντιλογικόν, Soph. 225 b; λόγοι ἀντιλ., Gegenreden, Phaed. 90 b. – Adv. ἀντιλογικῶς, Theaet. 164 c.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντιλογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ [[ἐπιτήδειος]] νὰ ἀντιλέγῃ, [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1173, Ἰσοκρ. 319Β, Πλάτ. Θεαίτ. 197Α, καὶ ἀλλαχοῦ: ― ἡ ἀντιλογικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀντιλέγειν ἢ τοῦ ἀντλεῖν ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν ἀντιλεγόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 453Ε, Φαῖδρ. 261D· οὕτω, τὸ ἀντιλογικὸν ὁ αὐτ. Σοφιστ. 225Β: ― οἱ ἀντιλογικοί, οἱ ἐξησκημένοι εἰς τὴν ἀντιλογικὴν τέχνην, ὁ αὐτ. Λύσ. 216Α· καὶ ἐπὶ τῶν ἐπιχειρημάτων αὐτῶν, οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες ὁ αὐτ. Φαίδων 90Β, πρβλ. 101Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν τοιούτων ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 164C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à la discussion <i>ou</i> à la controverse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιλογία]].
|btext=ή, όν :<br />propre à la discussion <i>ou</i> à la controverse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιλογία]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[refutatorio]], [[apto para contradecir como algo propio de la sofistica]] (λόγοι) Ἀντιλογικοί Protag.B 5 (tít.), οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες Pl.<i>Phd</i>.90c, ζητήματα ... ἀντιλογικὰ καὶ δυσεριστίαν τινὰ ἐμφαίνοντα Iambl.<i>Myst</i>.1.2<br /><b class="num"></b>ἀ. τέχνη [[arte de la refutación]] Pl.<i>Sph</i>.226a, 232e, <i>R</i>.454a, cf. <i>Phdr</i>.261d<br /><b class="num"></b>subst. τὸ ἀ. Pl.<i>Sph</i>.225b.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[experto en el debate]], [[hábil discutidor o argumentador]], [[dialéctico]] de los sofistas ἀ. αὐτὸν (σοφιστήν) ἔφαμεν εἶναί που Pl.<i>Sph</i>.232b, οἱ πάσσοφοι ἄνδρες, οἱ ἀντιλογικοί Pl.<i>Ly</i>.216a, ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικός Ar.<i>Nu</i>.1173, cf. Isoc.15.45, Ph.1.412<br /><b class="num">•</b>subst. masc. οἱ ἀ. [[Los hombres hábiles en el debate]], [[los dialécticos]] Pl.<i>Phd</i>.101e, Arist.<i>Top</i>.105<sup>a</sup>18, τῶν ἀντιλογικῶν δ' Εὔδοξον Διογένης κάμηλον μέγιστον ἔλεγεν Diógenes llamó a Eudoxo el mayor camello entre los hábiles discurseadores</i> Phld.<i>D</i>.1.21.27.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[a la manera de los dialécticos]] Pl.<i>Tht</i>.164c.
|elrutext='''ἀντιλογικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[относящийся к спору]]: οἱ ἀντιλογικοὶ λόγοι Plat. споры, прения;<br /><b class="num">2</b> [[склонный к спорам]], [[искусный в споре]] Arph., Isocr., Plat.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[искусный спорщик]] Plat.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντιλογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ [[ἐπιτήδειος]] νὰ ἀντιλέγῃ, [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1173, Ἰσοκρ. 319Β, Πλάτ. Θεαίτ. 197Α, καὶ ἀλλαχοῦ: ― ἡ ἀντιλογικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] τοῦ ἀντιλέγειν ἢ τοῦ ἀντλεῖν ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν ἀντιλεγόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 453Ε, Φαῖδρ. 261D· οὕτω, τὸ ἀντιλογικὸν ὁ αὐτ. Σοφιστ. 225Β: ― οἱ ἀντιλογικοί, οἱ ἐξησκημένοι εἰς τὴν ἀντιλογικὴν τέχνην, ὁ αὐτ. Λύσ. 216Α· καὶ ἐπὶ τῶν ἐπιχειρημάτων αὐτῶν, οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες ὁ αὐτ. Φαίδων 90Β, πρβλ. 101Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν τοιούτων ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 164C.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιλογικός]], -όν)<br />αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο [[εριστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[αντίθετος]] [[προς]] τη [[λογική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αντιλογικός]]<br />ο εξασκημένος στην [[αντιλογία]], ο [[σοφιστής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ικανότητα]] στην [[αντιλογία]], η [[ευχέρεια]] στην [[προβολή]] αντίθετων απόψεων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «oἱ ἀντιλογικοί λόγοι» — τα σοφιστικά επιχειρήματα.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιλογικός]], -όν)<br />αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο [[εριστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[αντίθετος]] [[προς]] τη [[λογική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αντιλογικός]]<br />ο εξασκημένος στην [[αντιλογία]], ο [[σοφιστής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ικανότητα]] στην [[αντιλογία]], η [[ευχέρεια]] στην [[προβολή]] αντίθετων απόψεων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «oἱ ἀντιλογικοί λόγοι» — τα σοφιστικά επιχειρήματα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλογικός:''' -ή, -όν ([[ἀντιλέγω]]), ο [[επιτήδειος]] στην [[αντιλογία]], [[εριστικός]], [[φιλόνεικος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της αντιλογίας ή της αντιπαραβολής επιχειρημάτων, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀντιλογικός:''' -ή, -όν ([[ἀντιλέγω]]), ο [[επιτήδειος]] στην [[αντιλογία]], [[εριστικός]], [[φιλόνεικος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της αντιλογίας ή της αντιπαραβολής επιχειρημάτων, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀντιλογικός:'''<br /><b class="num">1)</b> относящийся к спору: οἱ ἀντιλογικοὶ λόγοι Plat. споры, прения;<br /><b class="num">2)</b> склонный к спорам, искусный в споре Arph., Isocr., Plat.<br /><b class="num">II</b> ὁ искусный спорщик Plat.
|mdlsjtxt=[[ἀντιλέγω]]<br />given to [[contradiction]], [[contradictory]], [[disputatious]], Ar., etc.:— ἡ -κή (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the art of [[contradiction]] or of arguing from contradictories, Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=[[ἀντιλέγω]]<br />given to [[contradiction]], [[contradictory]], [[disputatious]], Ar., etc.:— ἡ -κή (sc. [[τέχνη]]) the art of [[contradiction]] or of arguing from contradictories, Plat.
|trtx====[[contradictory]]===
Arabic: نَقِيض; Asturian: contradictoriu; Azerbaijani: zidd; Bulgarian: противоречащ; Catalan: contradictori; Czech: protichůdný, protikladný; Danish: modstridende; Dutch: [[tegenstrijdig]], [[contradictoir]]; Finnish: ristiriitainen, vastakkainen; French: [[contradictoire]]; Galician: contraditorio; German: [[widersprüchlich]]; Greek: [[αντιφατικός]]; Ancient Greek: [[ἀνομόσημος]], [[ἀντικατηγορητικός]], [[ἀντιλογικός]], [[ἀντίλογος]], [[ἀντιφατικός]]; Hungarian: ellentmondásos; Irish: bréagnaitheach; Italian: [[contraddittorio]]; Kazakh: қарама-қайшы; Latin: [[contradictorius]]; Macedonian: противречен; Maori: rongorua; Norwegian: motsigende; Occitan: contradictòri; Polish: sprzeczny; Portuguese: [[contraditório]]; Romanian: contradictoriu, contrar; Russian: [[противоречащий]]; Spanish: [[contradictorio]]; Swedish: motstridig, motsatt; Ukrainian: суперечний
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 8 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλογικός Medium diacritics: ἀντιλογικός Low diacritics: αντιλογικός Capitals: ΑΝΤΙΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: antilogikós Transliteration B: antilogikos Transliteration C: antilogikos Beta Code: a)ntilogiko/s

English (LSJ)

ἀντιλογική, ἀντιλογικόν, given to contradiction, disputatious, Ar.Nu.1173, Isoc.15.48, Ph.1.412, Sor.1.14, Pl.Tht. 197a, al.: ἡ ἀντιλογική (sc. τέχνη) the art of disputation, Id.R.454a, Phdr. 261d; τὸ-κόν Id.Sph.225b: οἱ -κοί persons skilled in this art, Id.Ly. 216a, Phd.101e; of arguments, οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες ib.900: [λόγοι] -κοί, οἱ, title of work by Protagoras, D.L.3.37. Adv. ἀντιλογικῶς = in the manner of such disputants, Pl.Tht.164c.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1refutatorio, apto para contradecir como algo propio de la sofistica (λόγοι) Ἀντιλογικοί Protag.B 5 (tít.), οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες Pl.Phd.90c, ζητήματα ... ἀντιλογικὰ καὶ δυσεριστίαν τινὰ ἐμφαίνοντα Iambl.Myst.1.2
ἀ. τέχνη arte de la refutación Pl.Sph.226a, 232e, R.454a, cf. Phdr.261d
subst. τὸ ἀ. Pl.Sph.225b.
2 de pers. experto en el debate, hábil discutidor o argumentador, dialéctico de los sofistas ἀ. αὐτὸν (σοφιστήν) ἔφαμεν εἶναί που Pl.Sph.232b, οἱ πάσσοφοι ἄνδρες, οἱ ἀντιλογικοί Pl.Ly.216a, ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικός Ar.Nu.1173, cf. Isoc.15.45, Ph.1.412
subst. masc. οἱ ἀ. Los hombres hábiles en el debate, los dialécticos Pl.Phd.101e, Arist.Top.105a18, τῶν ἀντιλογικῶν δ' Εὔδοξον ὁ Διογένης κάμηλον μέγιστον ἔλεγεν Diógenes llamó a Eudoxo el mayor camello entre los hábiles discurseadores Phld.D.1.21.27.
II adv. -ῶς a la manera de los dialécticos Pl.Tht.164c.

German (Pape)

[Seite 255] geschickt im Widersprechen, Disputiren, spitzfindig, Ar. Nubb. 1155; öfter Plat. ἡ ἀντιλογική, sc. τέχνη, Phaed. 261 d, die Disputirkunst, Sophistik; auch τὸ ἀντιλογικόν, Soph. 225 b; λόγοι ἀντιλ., Gegenreden, Phaed. 90 b. – Adv. ἀντιλογικῶς, Theaet. 164 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à la discussion ou à la controverse.
Étymologie: ἀντιλογία.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλογικός:
1 относящийся к спору: οἱ ἀντιλογικοὶ λόγοι Plat. споры, прения;
2 склонный к спорам, искусный в споре Arph., Isocr., Plat.
IIискусный спорщик Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλογικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ἢ ὁ ἐπιτήδειος νὰ ἀντιλέγῃ, ἐριστικός, φιλόνεικος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1173, Ἰσοκρ. 319Β, Πλάτ. Θεαίτ. 197Α, καὶ ἀλλαχοῦ: ― ἡ ἀντιλογικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀντιλέγειν ἢ τοῦ ἀντλεῖν ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν ἀντιλεγόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 453Ε, Φαῖδρ. 261D· οὕτω, τὸ ἀντιλογικὸν ὁ αὐτ. Σοφιστ. 225Β: ― οἱ ἀντιλογικοί, οἱ ἐξησκημένοι εἰς τὴν ἀντιλογικὴν τέχνην, ὁ αὐτ. Λύσ. 216Α· καὶ ἐπὶ τῶν ἐπιχειρημάτων αὐτῶν, οἱ περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους διατρίψαντες ὁ αὐτ. Φαίδων 90Β, πρβλ. 101Ε. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν τοιούτων ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 164C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀντιλογικός, -όν)
αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο εριστικός
νεοελλ.
ο αντίθετος προς τη λογική
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο αντιλογικός
ο εξασκημένος στην αντιλογία, ο σοφιστής
2. το θηλ. ως ουσ. η ικανότητα στην αντιλογία, η ευχέρεια στην προβολή αντίθετων απόψεων
3. φρ. «oἱ ἀντιλογικοί λόγοι» — τα σοφιστικά επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντιλογικός: -ή, -όν (ἀντιλέγω), ο επιτήδειος στην αντιλογία, εριστικός, φιλόνεικος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της αντιλογίας ή της αντιπαραβολής επιχειρημάτων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀντιλέγω
given to contradiction, contradictory, disputatious, Ar., etc.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of contradiction or of arguing from contradictories, Plat.

Translations

contradictory

Arabic: نَقِيض; Asturian: contradictoriu; Azerbaijani: zidd; Bulgarian: противоречащ; Catalan: contradictori; Czech: protichůdný, protikladný; Danish: modstridende; Dutch: tegenstrijdig, contradictoir; Finnish: ristiriitainen, vastakkainen; French: contradictoire; Galician: contraditorio; German: widersprüchlich; Greek: αντιφατικός; Ancient Greek: ἀνομόσημος, ἀντικατηγορητικός, ἀντιλογικός, ἀντίλογος, ἀντιφατικός; Hungarian: ellentmondásos; Irish: bréagnaitheach; Italian: contraddittorio; Kazakh: қарама-қайшы; Latin: contradictorius; Macedonian: противречен; Maori: rongorua; Norwegian: motsigende; Occitan: contradictòri; Polish: sprzeczny; Portuguese: contraditório; Romanian: contradictoriu, contrar; Russian: противоречащий; Spanish: contradictorio; Swedish: motstridig, motsatt; Ukrainian: суперечний