ηλιακός: Difference between revisions

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λιακός]], -ή, -ό (AM [[ἡλιακός]], -ή, -όν, Α δωρ. τ. [[ἁλιακός]], -ή, -όν) [[ήλιος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται από τον ήλιο (α. «ηλιακό φως» β. «ηλιακές ακτίνες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[λιακός]] ή <i>το λιακό</i><br />ο [[τόπος]] όπου λιάζουν τα σύκα ή άλλα προϊόντα, [[δώμα]], [[λιακωτό]], [[ταράτσα]]<br /><b>2.</b> (φρ. α) «ηλιακό [[έτος]]» — το αστρικό [[έτος]]<br />β) «ηλιακό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών πλανητών και τών δορυφόρων τους που στρέφονται [[γύρω]] από τον ήλιο και τον ακολουθούν στην [[τροχιά]] του<br />γ) «[[ηλιακός]] [[κύκλος]]» — χρονική [[περίοδος]] έντεκα ετών, που οριοθετείται [[μεταξύ]] δύο διαδοχικών εποχών [[κατά]] τις οποίες παρατηρείται ο [[ελάχιστος]] [[αριθμός]] ηλιακών κηλίδων<br />δ) «ηλιακό [[ρολόγι]]» — ειδική [[διάταξη]] που δείχνει τις ώρες τις ημέρας με την [[πρόσπτωση]] της [[σκιάς]] ενός γνώμονα [[πάνω]] σε γραμμές, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε ορισμένη ώρα<br />ε) «[[ηλιακός]] [[χρόνος]]» — [[χρόνος]] που μετράται με [[βάση]] την [[κίνηση]] περιφοράς της γης [[γύρω]] από τον ήλιο<br />στ) «ηλιακό [[ημερολόγιο]]» — [[σύστημα]] χρονολόγησης, που βασίζεται στο [[έτος]] τών τεσσάρων εποχών<br />1) «ηλιακές κηλίδες» — στρόβιλοι αερίων στην [[επιφάνεια]] του ήλιου, οι οποίοι συνδέονται με μια έντονη τοπική μαγνητική [[δραστηριότητα]]<br />η) «ηλιακή [[ακτινοβολία]]» — ηλεκτρομαγνητική [[ενέργεια]] που εκπέμπεται από τον ήλιο<br />θ) «[[ηλιακός]] [[συσσωρευτής]]» ή «ηλιοσυσσωρευτής» — [[διάταξη]] που μετατρέπει την ηλιακή φωτεινή [[ενέργεια]] σε ηλεκτρικό [[ρεύμα]] μικρής ισχύος<br />(νεοελλ.- μσν.)<br /><b>1.</b> [[προσήλιος]], [[προσηλιακός]], [[ευήλιος]], αυτός που τον βλέπει ο [[ήλιος]] («ηλιακό [[δωμάτιο]]», [[τόπος]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο [[ηλιακός]], <i>το ηλιακό</i>(<i>ν</i>)<br />[[εξώστης]], [[λιακωτό]], [[μπαλκόνι]] που εκτίθεται στον ήλιο, [[χαγιάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡλιακή</i> (ενν. [[περίοδος]])<br />το ηλιακό [[έτος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἡλιακός]] (ενν. [[οίνος]])<br />[[είδος]] κρασιού που κατασκεύαζαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι με σταφίδες και [[μέλι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ηλιακός]] [[κύκλος]]» — ο [[κύκλος]] του ήλιου, η εκλειπτική<br />β) «[[κάνθαρος]] [[ηλιακός]]» — ηλιοκάνθαρος<br />γ) «[[τροχίσκος]] [[ηλιακός]]» — κάποιο μαγικό [[φάρμακο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡλιακῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] την περίοδο του ηλιακού έτους.
|mltxt=και [[λιακός]], -ή, -ό (AM [[ἡλιακός]], -ή, -όν, Α δωρ. τ. [[ἁλιακός]], -ή, -όν) [[ήλιος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται από τον ήλιο (α. «ηλιακό φως» β. «ηλιακές ακτίνες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[λιακός]] ή <i>το λιακό</i><br />ο [[τόπος]] όπου λιάζουν τα σύκα ή άλλα προϊόντα, [[δώμα]], [[λιακωτό]], [[ταράτσα]]<br /><b>2.</b> (φρ. α) «ηλιακό [[έτος]]» — το αστρικό [[έτος]]<br />β) «ηλιακό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών πλανητών και τών δορυφόρων τους που στρέφονται [[γύρω]] από τον ήλιο και τον ακολουθούν στην [[τροχιά]] του<br />γ) «[[ηλιακός]] [[κύκλος]]» — χρονική [[περίοδος]] έντεκα ετών, που οριοθετείται [[μεταξύ]] δύο διαδοχικών εποχών [[κατά]] τις οποίες παρατηρείται ο [[ελάχιστος]] [[αριθμός]] ηλιακών κηλίδων<br />δ) «ηλιακό [[ρολόγι]]» — ειδική [[διάταξη]] που δείχνει τις ώρες τις ημέρας με την [[πρόσπτωση]] της [[σκιάς]] ενός γνώμονα [[πάνω]] σε γραμμές, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε ορισμένη ώρα<br />ε) «[[ηλιακός]] [[χρόνος]]» — [[χρόνος]] που μετράται με [[βάση]] την [[κίνηση]] περιφοράς της γης [[γύρω]] από τον ήλιο<br />στ) «ηλιακό [[ημερολόγιο]]» — [[σύστημα]] χρονολόγησης, που βασίζεται στο [[έτος]] τών τεσσάρων εποχών<br />1) «ηλιακές κηλίδες» — στρόβιλοι αερίων στην [[επιφάνεια]] του ήλιου, οι οποίοι συνδέονται με μια έντονη τοπική μαγνητική [[δραστηριότητα]]<br />η) «ηλιακή [[ακτινοβολία]]» — ηλεκτρομαγνητική [[ενέργεια]] που εκπέμπεται από τον ήλιο<br />θ) «[[ηλιακός]] [[συσσωρευτής]]» ή «ηλιοσυσσωρευτής» — [[διάταξη]] που μετατρέπει την ηλιακή φωτεινή [[ενέργεια]] σε ηλεκτρικό [[ρεύμα]] μικρής ισχύος<br />(νεοελλ.- μσν.)<br /><b>1.</b> [[προσήλιος]], [[προσηλιακός]], [[ευήλιος]], αυτός που τον βλέπει ο [[ήλιος]] («ηλιακό [[δωμάτιο]]», [[τόπος]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο [[ηλιακός]], <i>το ηλιακό</i>(<i>ν</i>)<br />[[εξώστης]], [[λιακωτό]], [[μπαλκόνι]] που εκτίθεται στον ήλιο, [[χαγιάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡλιακή</i> (ενν. [[περίοδος]])<br />το ηλιακό [[έτος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡλιακός]] (ενν. [[οίνος]])<br />[[είδος]] κρασιού που κατασκεύαζαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι με σταφίδες και [[μέλι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ηλιακός]] [[κύκλος]]» — ο [[κύκλος]] του ήλιου, η εκλειπτική<br />β) «[[κάνθαρος]] [[ηλιακός]]» — ηλιοκάνθαρος<br />γ) «[[τροχίσκος]] [[ηλιακός]]» — κάποιο μαγικό [[φάρμακο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡλιακῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] την περίοδο του ηλιακού έτους.
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

και λιακός, -ή, -ό (AM ἡλιακός, -ή, -όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, -ή, -όν) ήλιος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται από τον ήλιο (α. «ηλιακό φως» β. «ηλιακές ακτίνες»)
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο λιακός ή το λιακό
ο τόπος όπου λιάζουν τα σύκα ή άλλα προϊόντα, δώμα, λιακωτό, ταράτσα
2. (φρ. α) «ηλιακό έτος» — το αστρικό έτος
β) «ηλιακό σύστημα» — το σύνολο τών πλανητών και τών δορυφόρων τους που στρέφονται γύρω από τον ήλιο και τον ακολουθούν στην τροχιά του
γ) «ηλιακός κύκλος» — χρονική περίοδος έντεκα ετών, που οριοθετείται μεταξύ δύο διαδοχικών εποχών κατά τις οποίες παρατηρείται ο ελάχιστος αριθμός ηλιακών κηλίδων
δ) «ηλιακό ρολόγι» — ειδική διάταξη που δείχνει τις ώρες τις ημέρας με την πρόσπτωση της σκιάς ενός γνώμονα πάνω σε γραμμές, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί σε ορισμένη ώρα
ε) «ηλιακός χρόνος» — χρόνος που μετράται με βάση την κίνηση περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο
στ) «ηλιακό ημερολόγιο» — σύστημα χρονολόγησης, που βασίζεται στο έτος τών τεσσάρων εποχών
1) «ηλιακές κηλίδες» — στρόβιλοι αερίων στην επιφάνεια του ήλιου, οι οποίοι συνδέονται με μια έντονη τοπική μαγνητική δραστηριότητα
η) «ηλιακή ακτινοβολία» — ηλεκτρομαγνητική ενέργεια που εκπέμπεται από τον ήλιο
θ) «ηλιακός συσσωρευτής» ή «ηλιοσυσσωρευτής» — διάταξη που μετατρέπει την ηλιακή φωτεινή ενέργεια σε ηλεκτρικό ρεύμα μικρής ισχύος
(νεοελλ.- μσν.)
1. προσήλιος, προσηλιακός, ευήλιος, αυτός που τον βλέπει ο ήλιος («ηλιακό δωμάτιο», τόπος κ.λπ.)
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ηλιακός, το ηλιακό(ν)
εξώστης, λιακωτό, μπαλκόνι που εκτίθεται στον ήλιο, χαγιάτι
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡλιακή (ενν. περίοδος)
το ηλιακό έτος
2. το αρσ. ως ουσ.ἡλιακός (ενν. οίνος)
είδος κρασιού που κατασκεύαζαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι με σταφίδες και μέλι
3. φρ. α) «ηλιακός κύκλος» — ο κύκλος του ήλιου, η εκλειπτική
β) «κάνθαρος ηλιακός» — ηλιοκάνθαρος
γ) «τροχίσκος ηλιακός» — κάποιο μαγικό φάρμακο.
επίρρ...
ἡλιακῶς (Α)
κατά την περίοδο του ηλιακού έτους.