πρόσφυση: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η /[[πρόσφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ύσιος, Α [[προσφύω]]<br />[[συνένωση]], [[προσκόλληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκόλληση]] ανομοιογενών σωμάτων [[κατά]] την [[επαφή]] τους<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή [[πορεία]] [[πάνω]] στον δρόμο [[χωρίς]] να εκτρέπεται από αυτήν, κν. [[κράτημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] προσκόλλησης, όπως π.χ. τών σκελών [[πάνω]] στο [[σώμα]], του διαφράγματος στη σπονδυλική [[στήλη]], του ομφαλού στα έμβρυα κ.λπ. («[[ὀδύνη]] λαμβάνει εἰς τὴν πρόσφυσιν τοῦ ἰσχίου», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[κάθε]] εξωτερική ή [[μετέπειτα]] γινόμενη [[αύξηση]], η οποία δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σύμφυση]] («ἡ τοῦ | |mltxt=η /[[πρόσφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ύσιος, Α [[προσφύω]]<br />[[συνένωση]], [[προσκόλληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκόλληση]] ανομοιογενών σωμάτων [[κατά]] την [[επαφή]] τους<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή [[πορεία]] [[πάνω]] στον δρόμο [[χωρίς]] να εκτρέπεται από αυτήν, κν. [[κράτημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] προσκόλλησης, όπως π.χ. τών σκελών [[πάνω]] στο [[σώμα]], του διαφράγματος στη σπονδυλική [[στήλη]], του ομφαλού στα έμβρυα κ.λπ. («[[ὀδύνη]] λαμβάνει εἰς τὴν πρόσφυσιν τοῦ ἰσχίου», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[κάθε]] εξωτερική ή [[μετέπειτα]] γινόμενη [[αύξηση]], η οποία δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σύμφυση]] («ἡ τοῦ ᾠοῦ [[πρόσφυσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τα δένδρα) η [[ανάπτυξη]] νέου ξύλου<br /><b>4.</b> (για την [[τροφή]]) [[αφομοίωση]], [[χώνευση]]<br /><b>5.</b> το να συγκρατείται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] ισχυρά [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 13 June 2022
Greek Monolingual
η /πρόσφυσις, -ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ύσιος, Α προσφύω
συνένωση, προσκόλληση
νεοελλ.
τεχνολ.
1. συγκόλληση ανομοιογενών σωμάτων κατά την επαφή τους
2. η ικανότητα ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή πορεία πάνω στον δρόμο χωρίς να εκτρέπεται από αυτήν, κν. κράτημα
μσν.
περίπτυξη, εναγκαλισμός
αρχ.
1. το σημείο προσκόλλησης, όπως π.χ. τών σκελών πάνω στο σώμα, του διαφράγματος στη σπονδυλική στήλη, του ομφαλού στα έμβρυα κ.λπ. («ὀδύνη λαμβάνει εἰς τὴν πρόσφυσιν τοῦ ἰσχίου», Ιπποκρ.)
2. (στον Αριστοτ.) κάθε εξωτερική ή μετέπειτα γινόμενη αύξηση, η οποία δεν αποτελεί μέρος του οργανισμού, σε αντιδιαστολή προς τη σύμφυση («ἡ τοῦ ᾠοῦ πρόσφυσις», Αριστοτ.)
3. (για τα δένδρα) η ανάπτυξη νέου ξύλου
4. (για την τροφή) αφομοίωση, χώνευση
5. το να συγκρατείται κάποιος ή κάτι ισχυρά πάνω σε κάτι άλλο.