κοχυδέω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kochydeo
|Transliteration C=kochydeo
|Beta Code=koxude/w
|Beta Code=koxude/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stream forth copiously</b>, <b class="b3">ποταμοὶ… Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ</b> <b class="b2">gushing</b> with cakes, <span class="bibl">Pherecr.130.4</span>: Ion.impf. <b class="b3">κοχύδεσκεν</b> (v.l. [[κοχύεσκεν]]) <span class="bibl">Theoc.2.107</span>.</span>
|Definition=[[stream forth copiously]], <b class="b3">ποταμοὶ… Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ</b> [[gushing]] with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. [[κοχύδεσκεν]] ([[varia lectio|v.l.]] [[κοχύεσκεν]]) Theoc.2.107.
}}
{{bailly
|btext=[[κοχυδῶ]] :<br />[[s'écouler en abondance]].<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοχυδέω [χύδην] [[gutsen]], [[overvloedig stromen]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[κοχύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοχῠδέω:''' или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - [[varia lectio|v.l.]] κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοχῠδέω''': [[ἐκρέω]] ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες [[ἐπιβλύξ]], ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. [[παρά]] ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς [[ῥοῦς]]» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ [[οἶνος]] κοχύζει [[εἶναι]] ἐπιτυχὴς [[εἰκασία]] τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι [[εἶναι]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, [[χύδην]], πρβλ. [[μορμύρω]], [[ποιφύσσω]].)
|lstext='''κοχῠδέω''': [[ἐκρέω]] ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες [[ἐπιβλύξ]], ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. [[παρά]] ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς [[ῥοῦς]]» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ [[οἶνος]] κοχύζει [[εἶναι]] ἐπιτυχὴς [[εἰκασία]] τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι [[εἶναι]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, [[χύδην]], πρβλ. [[μορμύρω]], [[ποιφύσσω]].)
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’écouler en abondance.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοχυδέω]] (Α)<br />ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>χυ</i>- της ρίζας του <i>χέω</i> με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. [[χύδην]]. Ομοίως και τα [[κοχύζω]], [[κοχύω]]].
|mltxt=[[κοχυδέω]] (Α)<br />ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῦν
τες», Φερεκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ίσως από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>χυ</i>- της ρίζας του <i>χέω</i> με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. [[χύδην]]. Ομοίως και τα [[κοχύζω]], [[κοχύω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοχῠδέω:''' Ιων. παρατ. <i>κοχύδεσκον</i>, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το [[χέω]], [[χύδην]]).
|lsmtext='''κοχῠδέω:''' Ιων. παρατ. <i>κοχύδεσκον</i>, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το [[χέω]], [[χύδην]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.
}}
{{elru
|elrutext='''κοχῠδέω:''' или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v. l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: `<b class="b2">sream forth copiously</b> (Pherekr. 130, 4).<br />Other forms: ipf. <b class="b3">κοχύδεσκεν</b> (Theoc. 2, 107; v. l. <b class="b3">κοχύεσκεν</b>), pres. also <b class="b3">κοχύζει</b> (Stratt. 61; cod. <b class="b3">κοκκύζει</b>)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: Intensive reduplicated formation to <b class="b3">χύδην</b> (on the dissimilated vowel Schwyzer 647). As backformation <b class="b3">κοχύ πολύ</b>, <b class="b3">πλῆρες</b> H., <b class="b3">κόχος</b> <b class="b2">mighty stream</b> (sch. Theoc. ad loc.); so these latter words are learned contructions to explain the unclear forms? Reduplication from an adv. seems very strange in Greek.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: `[[sream forth copiously]] (Pherekr. 130, 4).<br />Other forms: ipf. [[κοχύδεσκεν]] (Theoc. 2, 107; [[varia lectio|v.l.]] [[κοχύεσκεν]]), pres. also [[κοχύζει]] (Stratt. 61; cod. [[κοκκύζει]])<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: Intensive reduplicated formation to [[χύδην]] (on the dissimilated vowel Schwyzer 647). As backformation <b class="b3">κοχύ πολύ</b>, [[πλῆρες]] H., [[κόχος]] [[mighty stream]] (sch. Theoc. ad loc.); so these latter words are learned contructions to explain the unclear forms? Reduplication from an adv. seems very strange in Greek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοχῠδέω,<br />to [[stream]] [[forth]] [[copiously]], Theocr. [Reduplicated from χέω, [[χύδην]].]
|mdlsjtxt=κοχῠδέω,<br />to [[stream]] [[forth]] [[copiously]], Theocr. [Reduplicated from χέω, [[χύδην]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''κοχυδέω''': (Pherekr. 130, 4),<br />{kokhudéō}<br />'''Forms''': Ipf. κοχύδεσκεν (Theok. 2, 107; [[varia lectio|v.l.]] κοχύεσκεν), Präs. auch κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[mächtig hervorströmen]].<br />'''Etymology''': Intensive Reduplikationsbildung zu [[χύδην]] (zum dissimilierten Vokal Schwyzer 647). Dazu als Rückbildungen [[κοχύ]]· [[πολύ]], πλῆρες H., [[κόχος]] [[mächtiger Strom]] (Sch. Theok. ad loc.).<br />'''Page''' 1,937
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχῠδέω Medium diacritics: κοχυδέω Low diacritics: κοχυδέω Capitals: ΚΟΧΥΔΕΩ
Transliteration A: kochydéō Transliteration B: kochydeō Transliteration C: kochydeo Beta Code: koxude/w

English (LSJ)

stream forth copiously, ποταμοὶ… Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.

French (Bailly abrégé)

κοχυδῶ :
s'écouler en abondance.
Étymologie: χέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.

German (Pape)

s. κοχύω.

Russian (Dvoretsky)

κοχῠδέω: или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v.l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)

Greek Monolingual

κοχυδέω (Α)
ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῦν τες», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ- της ρίζας του χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω].

Greek Monotonic

κοχῠδέω: Ιων. παρατ. κοχύδεσκον, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το χέω, χύδην).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: `sream forth copiously (Pherekr. 130, 4).
Other forms: ipf. κοχύδεσκεν (Theoc. 2, 107; v.l. κοχύεσκεν), pres. also κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Intensive reduplicated formation to χύδην (on the dissimilated vowel Schwyzer 647). As backformation κοχύ πολύ, πλῆρες H., κόχος mighty stream (sch. Theoc. ad loc.); so these latter words are learned contructions to explain the unclear forms? Reduplication from an adv. seems very strange in Greek.

Middle Liddell

κοχῠδέω,
to stream forth copiously, Theocr. [Reduplicated from χέω, χύδην.]

Frisk Etymology German

κοχυδέω: (Pherekr. 130, 4),
{kokhudéō}
Forms: Ipf. κοχύδεσκεν (Theok. 2, 107; v.l. κοχύεσκεν), Präs. auch κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)
Grammar: v.
Meaning: mächtig hervorströmen.
Etymology: Intensive Reduplikationsbildung zu χύδην (zum dissimilierten Vokal Schwyzer 647). Dazu als Rückbildungen κοχύ· πολύ, πλῆρες H., κόχος mächtiger Strom (Sch. Theok. ad loc.).
Page 1,937