εὔπειστος: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eypeistos | |Transliteration C=eypeistos | ||
|Beta Code=eu)/peistos | |Beta Code=eu)/peistos | ||
|Definition= | |Definition=εὔπειστον, ([[πείθομαι]]) of persons,<br><span class="bld">A</span> [[easily persuaded]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1151b10.<br><span class="bld">2</span> [[easy to demonstrate]], Id.''LI''969b22; [[easy to convince people of]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''151 (anap., [[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">εὔπιστ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1087.png Seite 1087]] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt [[εὔπιστος]] geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. [[εὔπειστος]] vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1087.png Seite 1087]] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt [[εὔπιστος]] geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. [[εὔπειστος]] vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[au sujet de quoi il est facile de persuader]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πείθω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔπειστος:''' Arst. = [[εὐπειθής]] 4. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπειστος''': -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. [[εὔπιστος]]. | |lstext='''εὔπειστος''': -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. [[εὔπιστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπειστος]], -ον και για πρόσωπα [[εὔπιστος]], -ον)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, [[ευκολόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο [[πιθανός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπειστος]], -ον και για πρόσωπα [[εὔπιστος]], -ον)<br />αυτός που πείθεται εύκολα, [[ευκολόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο [[πιθανός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πειστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]]), [[πρβλ]]. [[αμετάπειστος]], <i>δύσ</i>-<i>πειστος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔπειστος:''' -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, [[ευκολόπιστος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''εὔπειστος:''' -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, [[ευκολόπιστος]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὔπειστος]], ον [πείθομαι]<br />[[easily]] persuaded, Arist. | |mdlsjtxt=[[εὔπειστος]], ον [πείθομαι]<br />[[easily]] persuaded, Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔπειστον, (πείθομαι) of persons,
A easily persuaded, Arist.EN 1151b10.
2 easy to demonstrate, Id.LI969b22; easy to convince people of, S.Aj.151 (anap., v.l. εὔπιστ-).
German (Pape)
[Seite 1087] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sujet de quoi il est facile de persuader.
Étymologie: εὖ, πείθω.
Russian (Dvoretsky)
εὔπειστος: Arst. = εὐπειθής 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπειστος: -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. εὔπιστος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].
Greek Monotonic
εὔπειστος: -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, ευκολόπιστος, σε Αριστ.