πυρωπός: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyropos | |Transliteration C=pyropos | ||
|Beta Code=purwpo/s | |Beta Code=purwpo/s | ||
|Definition= | |Definition=πυρωπόν, ([[ὤψ]])<br><span class="bld">A</span> [[fiery]]-[[eye]]d, [[fiery]], κεραυνός [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''667; γλῆνος Id.''Fr.''300.4; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον ''IG''9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; <b class="b3">τὸ λαμπρὸν καὶ πυρωπόν</b> ib.404d: neut. as adverb, πυρωπὸν [[ἐμβλέπειν]] Ph.2.331.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[pyropus]], a kind of [[red]] [[bronze]], Plin.''HN''34.94. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] feueräugig, feurig; [[κεραυνός]], Aesch. Prom. 670; [[ἥλιος]], fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] feueräugig, feurig; [[κεραυνός]], Aesch. Prom. 670; [[ἥλιος]], fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ός, όν :<br />d'un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d'un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[ὤψ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυρωπός -όν [[[πῦρ]], [[ὤψ]]] [[vurig]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πῠρωπός:''' [[огненноликий]] ([[ἥλιος]] Aesch.; [[ῥόδον]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πυρωπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, όμοιος με [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρωπό</i><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών γρανατών και του οποίου η [[διαφανής]] [[μορφή]] αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή [[ρουμπίνι]] του Ακρωτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυρωπόν</i><br />[[είδος]] ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) με πυρώδες [[βλέμμα]] («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> «[[φωτιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ή, -ό / [[πυρωπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, όμοιος με [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρωπό</i><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών γρανατών και του οποίου η [[διαφανής]] [[μορφή]] αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή [[ρουμπίνι]] του Ακρωτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυρωπόν</i><br />[[είδος]] ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) με πυρώδες [[βλέμμα]] («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> «[[φωτιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>πρβλ.</b> [[αρρενωπός]], [[γοργωπός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει πύρινη όψη, [[πυρώδης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πῠρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει πύρινη όψη, [[πυρώδης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πῠρωπός''': -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, [[ὅμοιος]] πυρί, [[πυρώδης]], κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· [[ἥλιος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. [[κέλευθος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· [[ῥόδον]] τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. [[αὐτόθι]] 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, [[εἶδος]] ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πῠρ-ωπός, όν [ὤψ]<br />[[fiery]]-eyed, [[fiery]], Aesch. | |mdlsjtxt=πῠρ-ωπός, όν [ὤψ]<br />[[fiery]]-eyed, [[fiery]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 7 February 2024
English (LSJ)
πυρωπόν, (ὤψ)
A fiery-eyed, fiery, κεραυνός A.Pr.667; γλῆνος Id.Fr.300.4; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον IG9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; τὸ λαμπρὸν καὶ πυρωπόν ib.404d: neut. as adverb, πυρωπὸν ἐμβλέπειν Ph.2.331.
II Subst. pyropus, a kind of red bronze, Plin.HN34.94.
German (Pape)
[Seite 826] feueräugig, feurig; κεραυνός, Aesch. Prom. 670; ἥλιος, fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d'un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d'un rouge de feu.
Étymologie: πῦρ, ὤψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
πῠρωπός: огненноликий (ἥλιος Aesch.; ῥόδον Plut.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / πυρωπός, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, όμοιος με φωτιά
2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και του οποίου η διαφανής μορφή αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή ρουμπίνι του Ακρωτηρίου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρωπόν
είδος ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες
2. (το ουδ. ως επίρρ.) με πυρώδες βλέμμα («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + -ωπός (πρβλ. αρρενωπός, γοργωπός)].
Greek Monotonic
πῠρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει πύρινη όψη, πυρώδης, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρωπός: -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, ὅμοιος πυρί, πυρώδης, κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· ἥλιος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. κέλευθος Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· ῥόδον τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. αὐτόθι 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, εἶδος ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.