σύγκλεισις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkleisis
|Transliteration C=sygkleisis
|Beta Code=su/gkleisis
|Beta Code=su/gkleisis
|Definition=old Att. ξύγκλῃσις, εως, ἡ: (συγκλείω):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shutting up, closing up</b> (of a line of battle), <span class="bibl">Th.5.71</span>; <b class="b3">τῆς φάλαγγος ἡ σ</b>. <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>1.4.3</span>; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">locking up, safe storage</b>, σίτου <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.237.21</span> (iv A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[a being closed]], <b class="b3">ἰσχυρὰν . . τὴν σ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται</b> has them closely locked together, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>81b</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>6</span>; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Spir.</span>484b22</span>; [[locking]] of shields in <b class="b3">χελώνη</b>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>11.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">συγκλείσεις</b> [[narrow passes]], [[defiles]], <span class="bibl">Plb.5.44.7</span>, v.l. for [[συγκλίσεις]] in <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>41</span>.</span>
|Definition=old Att. [[ξύγκλῃσις]], συγκλείσεως, ἡ: ([[συγκλείω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[shutting up]], [[closing up]] (of a line of battle), Th.5.71; <b class="b3">τῆς φάλαγγος ἡ σ.</b> Arr.''An.''1.4.3; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 36.<br><span class="bld">2</span> [[locking up]], [[safe storage]], σίτου ''PLond.''2.237.21 (iv A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[a being closed]], <b class="b3">ἰσχυρὰν.. τὴν σ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται</b> has them closely locked together, Pl.''Ti.''81b, cf. Hp.''Loc.Hom.''6; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Arist.''Spir.''484b22; [[locking]] of shields in [[χελώνη]], Arr.''Tact.''11.6.<br><span class="bld">2</span> [[συγκλείσεις]] = [[narrow pass]]es, [[defile]]s, Plb.5.44.7, [[varia lectio|v.l.]] for [[συγκλίσεις]] in Plu.''Cam.''41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ἡ, das Zusammenschließen, die Verbindung, ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ἡ, das [[Zusammenschließen]], die [[Verbindung]], ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σύγκλεισις''': ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· ([[συγκλείω]])· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα [[εἶναι]] συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως [[χάριν]] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[συγκλινίαι]]).
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent]] ; ligne <i>ou</i> masse de troupes impénétrable;<br /><b>2</b> αἱ συγκλείσεις défilé resserré.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] [[aaneensluiting]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=εως () :<br /><b>1</b> fermeture d’un corps dont les parties se rapprochent ; ligne <i>ou</i> masse de troupes impénétrable;<br /><b>2</b> [[αἱ]] συγκλείσεις défilé resserré.<br />'''Étymologie:''' [[συγκλείω]].
|elrutext='''σύγκλεισις:''' староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[запирание]], [[смыкание]] (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ [[πυκνότης]] τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;<br /><b class="num">2</b> pl. [[узкий проход]], [[ущелье]], [[ложбина]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σύγκλεισις:''' αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ ([[συγκλείω]]),<br /><b class="num">I.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[αποκλεισμός]], [[πύκνωση]] (λέγεται για [[παράταξη]] μάχης ή [[μάχη]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> στενό [[πέρασμα]], [[δίοδος]] [[στενή]], [[κλεισούρα]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύγκλεισις:''' староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> запирание, смыкание (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ [[πυκνότης]] τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;<br /><b class="num">2)</b> pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut.
|lstext='''σύγκλεισις''': ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· ([[συγκλείω]])· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα [[εἶναι]] συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως [[χάριν]] Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ [[συγκλινίαι]]).
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σύγκλεισις -εως, , Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting.
|mdlsjtxt=[[σύγκλεισις]], ολδ ''Att.'' ξύγκλῃσις, εως, [[συγκλείω]]<br /><b class="num">I.</b> a shutting up, [[closing]] up (of a [[line]] of [[battle]]), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[narrow]] [[pass]], [[defile]], Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{lxth
|mdlsjtxt=[[σύγκλεισις]], ολδ αττιξ ξύγκλῃσις, εως, [[συγκλείω]]<br /><b class="num">I.</b> a shutting up, [[closing]] up (of a [[line]] of [[battle]]), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> a [[narrow]] [[pass]], [[defile]], Plut.
|lthtxt=''[[coniunctio]]'', [[union]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.71.1/ 5.71.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ξυγκλείσεως]
}}
}}

Latest revision as of 13:41, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλεισις Medium diacritics: σύγκλεισις Low diacritics: σύγκλεισις Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΣΙΣ
Transliteration A: sýnkleisis Transliteration B: synkleisis Transliteration C: sygkleisis Beta Code: su/gkleisis

English (LSJ)

old Att. ξύγκλῃσις, συγκλείσεως, ἡ: (συγκλείω):—
A shutting up, closing up (of a line of battle), Th.5.71; τῆς φάλαγγος ἡ σ. Arr.An.1.4.3; συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Thphr. De Odoribus 36.
2 locking up, safe storage, σίτου PLond.2.237.21 (iv A.D.).
II a being closed, ἰσχυρὰν.. τὴν σ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται has them closely locked together, Pl.Ti.81b, cf. Hp.Loc.Hom.6; ἐπὶ συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Arist.Spir.484b22; locking of shields in χελώνη, Arr.Tact.11.6.
2 συγκλείσεις = narrow passes, defiles, Plb.5.44.7, v.l. for συγκλίσεις in Plu.Cam.41.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammenschließen, die Verbindung, ἰσχυρὰν τὴν ξύγκλεισιν αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, Plat. Tim. 81 b; – αἱ συγκλείσεις, Engpässe, Plut. Camill. 41; Pol. 5, 44, 7 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 fermeture d'un corps dont les parties se rapprochent ; ligne ou masse de troupes impénétrable;
2 αἱ συγκλείσεις défilé resserré.
Étymologie: συγκλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγκλεισις -εως, ἡ, Att. ook ξύνκλῃσις en σύγκλῃσις [συγκλείω] aaneensluiting.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλεισις: староатт. ξύγκλῃσις, εως ἡ
1 запирание, смыкание (συναφὴ καὶ σ. Arst.): ἡ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc. плотность сомкнутых рядов;
2 pl. узкий проход, ущелье, ложбина Polyb., Plut.

Greek Monotonic

σύγκλεισις: αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, ἡ (συγκλείω),
I. ερμητικό κλείσιμο, αποκλεισμός, πύκνωση (λέγεται για παράταξη μάχης ή μάχη), σε Θουκ.
II. στενό πέρασμα, δίοδος στενή, κλεισούρα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλεισις: ἀρχ. Ἀττ. ξύκλῃσις, εως, ἡ· (συγκλείω)· ― τὸ συγκλείειν, ἐπὶ σώματος μαχομένου), Θουκ. 5. 71· τῆς φάλαγγος ἡ ξ. Ἀρρ. Ἀν. Ἁλ. 1. 4· συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 36. ΙΙ. τὸ συγκλείεσθαι, ἀποκλείεσθαι, ἀποκλεισμός, σύγκλεισιν ἔχειν, συγκεκλεῖσθαι, Ἱππ. 310, ἴδε Föes.· ἰσχυράν... τὴν ξ. αὐτῶν πρὸς ἄλληλα κέκτηται, στενῶς πρὸς ἄλληλα εἶναι συγκεκλεισμένα, Πλάτ. Τίμ. 81B· συναφῆς καὶ συγκλείσεως χάριν Ἀριστ. περὶ Πνευμ. 7. 3. 2) συγκλείσεις, στεναὶ δίοδοι, «κλεισοῦραι», Πολύβ. 5. 44, 7, Πλουτ. Κάμιλλ. 41 (Reiske καὶ Schäfe, συγκλίσεις ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ συγκλινίαι).

Middle Liddell

σύγκλεισις, ολδ Att. ξύγκλῃσις, εως, συγκλείω
I. a shutting up, closing up (of a line of battle), Thuc.
II. a narrow pass, defile, Plut.

Lexicon Thucydideum

coniunctio, union, 5.71.1, [vulgo commonly ξυγκλείσεως]