ἰδίωμα: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idioma
|Transliteration C=idioma
|Beta Code=i)di/wma
|Beta Code=i)di/wma
|Definition=[<b class="b3">ῐδῐ], ατος, τό,</b> (ἰδιόω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">peculiarity, specific property, unique feature</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.25U.</span>, <span class="title">Stoic.</span>2.25, etc.; <b class="b3">τὰ τῶν χρωμάτων ἰ</b>. <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span>; τῆς πολιτείας <span class="bibl">Plb.2.38.10</span>; τοῦ νόμου <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>12.18</span> (ii A.D.); τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν <span class="bibl">Plb.2.59.2</span>; <b class="b3">τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ</b>., <span class="bibl">Id.2.14.3</span>, <span class="bibl">6.3.3</span>; <b class="b3">τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ</b>. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>15.19</span>; <b class="b3">ἀγαθότητος ἰ</b>. <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>133</span>; ὕλης <span class="bibl">Id.<span class="title">Theol.Plat.</span>5.35</span>; [[property]], <b class="b3">φαρμάκου</b> Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, <span class="title">Theol.Ar.</span>5,al.; τὸ ἰ. τοῦ ἑνός <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>5</span>: [[special subject]], τῆς πραγματείας <span class="bibl">Sor.1.126</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[peculiarity of style]], D.H.<span class="title">Amm.</span>2tit., al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[idiom]], ἰ. Ὁμηρικόν <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>157.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[style]], <b class="b3">παιανικὸν ἰ</b>. <span class="bibl">Ath.15.696e</span>.</span>
|Definition=[ῐδῐ], ατος, τό, ([[ἰδιόω]])<br><span class="bld">A</span> [[peculiarity]], [[specific property]], [[unique feature]], Epicur.''Ep.''1p.25U., ''Stoic.''2.25, etc.; <b class="b3">τὰ τῶν χρωμάτων ἰ.</b> Epicur.''Ep.''2p.51U.; τῆς πολιτείας Plb.2.38.10; τοῦ νόμου ''BGU''12.18 (ii A.D.); τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν Plb.2.59.2; <b class="b3">τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ.</b>, Id.2.14.3, 6.3.3; <b class="b3">τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ.</b> A.D.''Synt.''15.19; <b class="b3">ἀγαθότητος ἰ.</b> Procl.''Inst.''133; ὕλης Id.''Theol.Plat.''5.35; [[property]], [[φαρμάκου]] Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, ''Theol.Ar.''5,al.; τὸ ἰ. τοῦ ἑνός Dam.''Pr.''5: [[special subject]], τῆς πραγματείας Sor.1.126.<br><span class="bld">II</span> [[peculiarity of style]], D.H.''Amm.''2tit., al.<br><span class="bld">2</span> [[idiom]], ἰ. Ὁμηρικόν A.D.''Synt.''157.9.<br><span class="bld">3</span> [[style]], <b class="b3">παιανικὸν ἰ.</b> Ath.15.696e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1237.png Seite 1237]] τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1237.png Seite 1237]] τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[propriété particulière]], [[caractère propre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδίωμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[особенность]], [[своеобразие]] (τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.): τὰ περὶ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. местные особенности; τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. особое расположение (войск);<br /><b class="num">2</b> грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδίωμα''': τό, ([[ἰδιόω]]) ὃ ἔχει τις [[ἴδιον]], [[χαρακτήρ]], [[ἰδιότης]], [[ποιότης]], Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8, Πολύβ. 2. 14, 3, Ἀθήν. 696Ε· τὸ καθ’ αὐτόν [[ἰδίωμα]] τηρεῖν Πολύβ. 2. 59, 2· τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτούς ἰδιώματα 2. 14, 3., 6. 3, 3. ΙΙ. [[ἴδιος]] [[τρόπος]] φρασιολογίας, [[ἰδίωμα]], [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. Ἐπιστολ. πρὸς Γναῖον Πομπ. σ. 783.
|lstext='''ἰδίωμα''': τό, ([[ἰδιόω]]) ὃ ἔχει τις [[ἴδιον]], [[χαρακτήρ]], [[ἰδιότης]], [[ποιότης]], Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8, Πολύβ. 2. 14, 3, Ἀθήν. 696Ε· τὸ καθ’ αὐτόν [[ἰδίωμα]] τηρεῖν Πολύβ. 2. 59, 2· τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτούς ἰδιώματα 2. 14, 3., 6. 3, 3. ΙΙ. [[ἴδιος]] [[τρόπος]] φρασιολογίας, [[ἰδίωμα]], [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. Ἐπιστολ. πρὸς Γναῖον Πομπ. σ. 783.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />propriété particulière, caractère propre.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἰδίωμα]]) [[ιδιούμαι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] κάποιου, η [[ιδιότητα]]<br /><b>2.</b> επιμέρους [[διάλεκτος]], υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή [[διάλεκτος]] περιλαμβάνει το [[ιδίωμα]] της Ζακύνθου, το [[ιδίωμα]] της Κέρκυρας κ.λπ.»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]] («έχει πολύ [[κακά]] ιδιώματα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φύση]], [[υπόσταση]] («χωρίζεται ο Θεός εις [[τρία]] μέρη, διά μέσου του χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)<br /><b>2.</b> όψη, [[φυσιογνωμία]]<br /><b>3.</b> προσωπική [[περιουσία]], [[ιδιοκτησία]]<br /><b>4.</b> [[ιδιοσυγκρασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεχωριστός]], ιδιάζων, [[ασυνήθης]] [[τρόπος]] εκφράσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέμα]], [[αντικείμενο]] («τὸ [[ἰδίωμα]] τῆς πραγματείας»)<br /><b>2.</b> το ύφος («παιανικόν [[ιδίωμα]]»).
|mltxt=το (ΑΜ [[ἰδίωμα]]) [[ιδιούμαι]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] κάποιου, η [[ιδιότητα]]<br /><b>2.</b> επιμέρους [[διάλεκτος]], υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή [[διάλεκτος]] περιλαμβάνει το [[ιδίωμα]] της Ζακύνθου, το [[ιδίωμα]] της Κέρκυρας κ.λπ.»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]] («έχει πολύ [[κακά]] ιδιώματα»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φύση]], [[υπόσταση]] («χωρίζεται ο Θεός εις [[τρία]] μέρη, διά μέσου του χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)<br /><b>2.</b> όψη, [[φυσιογνωμία]]<br /><b>3.</b> προσωπική [[περιουσία]], [[ιδιοκτησία]]<br /><b>4.</b> [[ιδιοσυγκρασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεχωριστός]], ιδιάζων, [[ασυνήθης]] [[τρόπος]] εκφράσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέμα]], [[αντικείμενο]] («τὸ [[ἰδίωμα]] τῆς πραγματείας»)<br /><b>2.</b> το ύφος («παιανικόν [[ιδίωμα]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδίωμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> особенность, своеобразие (τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.): τὰ περὶ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. местные особенности; τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. особое расположение (войск);<br /><b class="num">2)</b> грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома.
}}
}}

Latest revision as of 10:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδίωμα Medium diacritics: ἰδίωμα Low diacritics: ιδίωμα Capitals: ΙΔΙΩΜΑ
Transliteration A: idíōma Transliteration B: idiōma Transliteration C: idioma Beta Code: i)di/wma

English (LSJ)

[ῐδῐ], ατος, τό, (ἰδιόω)
A peculiarity, specific property, unique feature, Epicur.Ep.1p.25U., Stoic.2.25, etc.; τὰ τῶν χρωμάτων ἰ. Epicur.Ep.2p.51U.; τῆς πολιτείας Plb.2.38.10; τοῦ νόμου BGU12.18 (ii A.D.); τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν Plb.2.59.2; τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ., Id.2.14.3, 6.3.3; τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ. A.D.Synt.15.19; ἀγαθότητος ἰ. Procl.Inst.133; ὕλης Id.Theol.Plat.5.35; property, φαρμάκου Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, Theol.Ar.5,al.; τὸ ἰ. τοῦ ἑνός Dam.Pr.5: special subject, τῆς πραγματείας Sor.1.126.
II peculiarity of style, D.H.Amm.2tit., al.
2 idiom, ἰ. Ὁμηρικόν A.D.Synt.157.9.
3 style, παιανικὸν ἰ. Ath.15.696e.

German (Pape)

[Seite 1237] τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
propriété particulière, caractère propre.
Étymologie: ἴδιος.

Russian (Dvoretsky)

ἰδίωμα: ατος τό
1 особенность, своеобразие (τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.): τὰ περὶ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. местные особенности; τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. особое расположение (войск);
2 грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίωμα: τό, (ἰδιόω) ὃ ἔχει τις ἴδιον, χαρακτήρ, ἰδιότης, ποιότης, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8, Πολύβ. 2. 14, 3, Ἀθήν. 696Ε· τὸ καθ’ αὐτόν ἰδίωμα τηρεῖν Πολύβ. 2. 59, 2· τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτούς ἰδιώματα 2. 14, 3., 6. 3, 3. ΙΙ. ἴδιος τρόπος φρασιολογίας, ἰδίωμα, ὕφος, Διον. Ἁλ. Ἐπιστολ. πρὸς Γναῖον Πομπ. σ. 783.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἰδίωμα) ιδιούμαι
1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα
2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα της Ζακύνθου, το ιδίωμα της Κέρκυρας κ.λπ.»)
νεοελλ.
έξη, συνήθεια («έχει πολύ κακά ιδιώματα»)
μσν.
1. φύση, υπόσταση («χωρίζεται ο Θεός εις τρία μέρη, διά μέσου του χωρισμού... τών ιδιωμάτων τών τριών προσώπων»)
2. όψη, φυσιογνωμία
3. προσωπική περιουσία, ιδιοκτησία
4. ιδιοσυγκρασία
μσν.-αρχ.
ξεχωριστός, ιδιάζων, ασυνήθης τρόπος εκφράσεως
αρχ.
1. θέμα, αντικείμενο («τὸ ἰδίωμα τῆς πραγματείας»)
2. το ύφος («παιανικόν ιδίωμα»).