Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίκι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiki
|Transliteration C=kiki
|Beta Code=ki/ki
|Beta Code=ki/ki
|Definition=τό (on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.354</span>, <span class="bibl">2.766</span>; <b class="b3">κῖκι</b> codd. Str. et Orib.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[castor-oil]], <span class="bibl">Hdt.2.94</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>60a</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.121.17</span>, al. (iii B.C.), Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.39</span>, etc.; also, <b class="b2">the castor-oil tree, Ricinus communis</b>, <span class="bibl">Str.17.2.5</span>, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.<span class="bibl">2.767</span>; also τῆς κικέας <span class="bibl">Aët.8.30</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.20</span>.</span>
|Definition=τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; [[κῖκι]] codd. Str. et Orib.), [[castor oil]], [[Herodotus|Hdt.]]2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the [[castor oil tree]], [[Ricinus communis]], Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also [[τῆς]] κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.
}}
{{ls
|lstext='''κίκι''': τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· [[ὡσαύτως]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν [[ἔλαιον]]), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς [[κίκι]] Γαλ. Γλωσσ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=κίκεως (τό) :<br />ricin, <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien selon HDT.
|btext=κίκεως (τό) :<br />ricin, <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien selon HDT.
}}
{{elnl
|elnltext=κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom (Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).
}}
{{pape
|ptext=εως, τό, auch [[κῖκι]] [[akzentuiert]], <i>der [[Wunderbaum]], ricinus</i>, [[sonst]] [[κρότων]] [[genannt]], aus [[dessen]] [[Frucht]] ein abführendes Öl [[gepreßt]] wird, das auch so heißt; Her. 2.94; Plat. <i>Tim</i>. 60a; Strab. XVII.824 und A.
}}
{{elru
|elrutext='''κίκι:''' κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κίκι]] και κῑκι, -εως και -ιος)<br />το [[φυτό]] [[ρίκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το καθαρτικό [[λάδι]] που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού [[αυτού]], το [[κικινέλαιο]], το [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικέα]], [[κίκινος]], <i>κ</i>'<i>ικιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικιουργός]], [[κικιοφόρος]]).
|mltxt=το (Α [[κίκι]] και κῖκι, -εως και -ιος)<br />το [[φυτό]] [[ρίκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το καθαρτικό [[λάδι]] που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού [[αυτού]], το [[κικινέλαιο]], το [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικέα]], [[κίκινος]], <i>κ</i>'<i>ικιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικιουργός]], [[κικιοφόρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κίκι:''' τό, [[σπέρμα]] ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το [[καστορέλαιο]] που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.
|lsmtext='''κίκι:''' τό, [[σπέρμα]] ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το [[καστορέλαιο]] που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίκι:''' κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.
|lstext='''κίκι''': τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· [[ὡσαύτως]] ὁ [[καρπὸς]] τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν [[ἔλαιον]]), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς [[κίκι]] Γαλ. Γλωσσ.
}}
{{elnl
|elnltext=κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom ( Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=the [[castor]] [[berry]], Hdt.
|mdlsjtxt=the [[castor]] [[berry]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκι Medium diacritics: κίκι Low diacritics: κίκι Capitals: ΚΙΚΙ
Transliteration A: kíki Transliteration B: kiki Transliteration C: kiki Beta Code: ki/ki

English (LSJ)

τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; κῖκι codd. Str. et Orib.), castor oil, Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the castor oil tree, Ricinus communis, Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.

French (Bailly abrégé)

κίκεως (τό) :
ricin, arbrisseau.
Étymologie: mot égyptien selon HDT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίκι -εως en -ιος, τό, ook κῖκι, wonderboom (Ricinus communis); wonderolie (olie van de wonderboom).

German (Pape)

εως, τό, auch κῖκι akzentuiert, der Wunderbaum, ricinus, sonst κρότων genannt, aus dessen Frucht ein abführendes Öl gepreßt wird, das auch so heißt; Her. 2.94; Plat. Tim. 60a; Strab. XVII.824 und A.

Russian (Dvoretsky)

κίκι: κίκεως τό бот. клещевина, тж. клещевинное или касторовое масло Her., Plat.

Greek Monolingual

το (Α κίκι και κῖκι, -εως και -ιος)
το φυτό ρίκινος
αρχ.
το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ'ικιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κικιουργός, κικιοφόρος].

Greek Monotonic

κίκι: τό, σπέρμα ελαιώδους θάμνου, από το οποίο εξάγεται το καστορέλαιο που χρησιμοποιείται ως καθαρτικό ή λιπαντικό.

Greek (Liddell-Scott)

κίκι: τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· ὡσαύτωςκαρπὸς τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν ἔλαιον), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς κίκι Γαλ. Γλωσσ.

Middle Liddell

the castor berry, Hdt.