σπογγοειδής: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (LSJ1 replacement) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spoggoeidis | |Transliteration C=spoggoeidis | ||
|Beta Code=spoggoeidh/s | |Beta Code=spoggoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=σπογγοειδές, [[sponge-like]], [[spongy]], Hp.''VM''22, ''Oss.''4, Gal.''UP''7.8, al.; cf. [[σπογγώδης]]. Adv. [[σπογγοειδῶς]] = [[in a way similar to a sponge]] Epicur. ap. ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.20.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[esponjoso]] | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπογγοειδής, σπογγοειδές [[[σπόγγος]], [[εἶδος]]] [[sponsachtig]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 19: | Line 25: | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[spongy]]=== | ||
Bulgarian: гъбест, порест; Catalan: esponjós; French: [[spongieux]]; German: [[schwammartig]], [[schwammig]]; Ancient Greek: [[ἀρβόν]], [[ἔνσομφος]], [[ἐπίκοιλος]], [[σηραγγῶδες]], [[σηραγγώδης]], [[σιφλός]], [[σομφός]], [[σομφῶδες]], [[σομφώδης]], [[σπογγοειδής]], [[σπογγώδης]], [[φολλικῶδες]], [[φολλικώδης]], [[χαῦνος]]; Hungarian: szivacsos; Italian: [[spugnoso]]; Latin: [[spongiosus]]; Maori: kurupetipeti, kōpūtoitoi, pūngorungoru; Polish: gąbczasty; Russian: [[губчатый]]; Spanish: [[fofo]], [[esponjoso]]; Tagalog: muyag, langkal | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
σπογγοειδές, sponge-like, spongy, Hp.VM22, Oss.4, Gal.UP7.8, al.; cf. σπογγώδης. Adv. σπογγοειδῶς = in a way similar to a sponge Epicur. ap. Placit.2.20.14.
German (Pape)
[Seite 922] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.
Spanish
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπογγοειδής, σπογγοειδές [σπόγγος, εἶδος] sponsachtig.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σπόγγον, σπογγώδης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17., 274. 41, κ. ἀλλ.· πρβλ. σπογγώδης. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλ. 1. 532.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, -ές, Α
αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή
ζωολ. οι σπόγγοι
2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση»
ιατρ. λέμφωμα του δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση με τις μυκητιάσεις αλλά είναι αιματοδερματοπάθεια, κακοήθης πάθηση του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής σειράς, που εξελίσσεται σε τρεις φάσεις.
επίρρ...
σπογγοειδῶς Α
με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος + -ειδής].
Translations
spongy
Bulgarian: гъбест, порест; Catalan: esponjós; French: spongieux; German: schwammartig, schwammig; Ancient Greek: ἀρβόν, ἔνσομφος, ἐπίκοιλος, σηραγγῶδες, σηραγγώδης, σιφλός, σομφός, σομφῶδες, σομφώδης, σπογγοειδής, σπογγώδης, φολλικῶδες, φολλικώδης, χαῦνος; Hungarian: szivacsos; Italian: spugnoso; Latin: spongiosus; Maori: kurupetipeti, kōpūtoitoi, pūngorungoru; Polish: gąbczasty; Russian: губчатый; Spanish: fofo, esponjoso; Tagalog: muyag, langkal