βαῦνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vaynos
|Transliteration C=vaynos
|Beta Code=bau=nos
|Beta Code=bau=nos
|Definition=or βαυνός, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[furnace]], [[forge]], <span class="bibl">Eratosth.24</span>, <span class="bibl">Max.Tyr.22.3</span>, <span class="bibl">Asp. <span class="title">in EN</span>104.23</span>; also, = [[χυτρόπους]], <span class="bibl">Poll.10.100</span>:—in Hsch. also βαύνη, <b class="b3"></b>.</span>
|Definition=or [[βαυνός]], ὁ, [[furnace]], [[forge]], Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = [[χυτρόπους]], Poll.10.100:—in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also [[βαύνη]], ἡ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαυνός]] Eratosth.24<br /><b class="num">1</b> [[horno para uso industrial]] ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.<i>in EN</i> 104.23, Ael.Dion.β 11, <i>AB</i> 222.22.<br /><b class="num">2</b> [[brasero]] con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. se trate de un prést. minorasiático.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, [[χυτρόπους]], Hesych., eine Art Kohlenpfanne.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, [[χυτρόπους]], Hesych., eine Art Kohlenpfanne.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[four]], [[fourneau]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βαῦνος''': ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] βαύνη, ἡ.
|lstext='''βαῦνος''': ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] βαύνη, ἡ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />four, fourneau.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βαυνός Eratosth.24<br /><b class="num">1</b> [[horno para uso industrial]] ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.<i>in EN</i> 104.23, Ael.Dion.β 11, <i>AB</i> 222.22.<br /><b class="num">2</b> [[brasero]] con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. se trate de un prést. minorasiático.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=βαῡνος και βαυνός, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]].
|mltxt=[[βαύνος]], [[βαῦνος]] και [[βαυνός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[furnace]], auch = <b class="b3">χυτρόπους</b> (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);<br />Other forms: Cf. <b class="b3">βαύνη κάμινος η χωνευτήριον</b> H..<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Technical term without etym. Fur. 236 compares <b class="b3">αὖνος κάμινος</b>.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[furnace]], auch = [[χυτρόπους]] (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);<br />Other forms: Cf. <b class="b3">βαύνη κάμινος η χωνευτήριον</b> H..<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Technical term without etym. Fur. 236 compares <b class="b3">αὖνος κάμινος</b>.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βαῦνος''': {baũnos}<br />'''Forms''': H. auch [[βαύνη]]· [[κάμινος]] ἢ [[χωνευτήριον]].<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schmelzofen]], [[Brennofen]], auch = [[χυτρόπους]] (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);<br />'''Etymology''' : Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu [[βάναυσος]].<br />'''Page''' 1,229
|ftr='''βαῦνος''': {baũnos}<br />'''Forms''': H. auch [[βαύνη]]· [[κάμινος]] ἢ [[χωνευτήριον]].<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schmelzofen]], [[Brennofen]], auch = [[χυτρόπους]] (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);<br />'''Etymology''': Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu [[βάναυσος]].<br />'''Page''' 1,229
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαῦνος Medium diacritics: βαῦνος Low diacritics: βαύνος Capitals: ΒΑΥΝΟΣ
Transliteration A: baûnos Transliteration B: baunos Transliteration C: vaynos Beta Code: bau=nos

English (LSJ)

or βαυνός, ὁ, furnace, forge, Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = χυτρόπους, Poll.10.100:—in Hsch. also βαύνη, ἡ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): βαυνός Eratosth.24
1 horno para uso industrial ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.in EN 104.23, Ael.Dion.β 11, AB 222.22.
2 brasero con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.
• Etimología: Prob. se trate de un prést. minorasiático.

German (Pape)

[Seite 439] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
four, fourneau.
Étymologie: DELG emprunt probable.

Greek (Liddell-Scott)

βαῦνος: ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως βαύνη, ἡ.

Greek Monolingual

βαύνος, βαῦνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: furnace, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Other forms: Cf. βαύνη κάμινος η χωνευτήριον H..
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical term without etym. Fur. 236 compares αὖνος κάμινος.

Frisk Etymology German

βαῦνος: {baũnos}
Forms: H. auch βαύνη· κάμινοςχωνευτήριον.
Grammar: m.
Meaning: Schmelzofen, Brennofen, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Etymology: Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu βάναυσος.
Page 1,229