ζευκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zefktikos
|Transliteration C=zefktikos
|Beta Code=zeuktiko/s
|Beta Code=zeuktiko/s
|Definition=ή, όν,= [[εὐναῖος]], of Aphrodite, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.156</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ζευκτήριος]], [[ἡνίαι]] <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ζευκτική, ζευκτικόν, = [[εὐναῖος]], of Aphrodite, Sch.Opp.''H.''4.156; = [[ζευκτήριος]], [[ἡνίαι]] ''Glossaria''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ζευκτός]]<br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο [[κρεβάτι]] τον άντρα με τη [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.
|mltxt=[[ζευκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ζευκτός]]<br /><b>1.</b> (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο [[κρεβάτι]] τον άντρα με τη [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευκτικός Medium diacritics: ζευκτικός Low diacritics: ζευκτικός Capitals: ΖΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zeuktikós Transliteration B: zeuktikos Transliteration C: zefktikos Beta Code: zeuktiko/s

English (LSJ)

ζευκτική, ζευκτικόν, = εὐναῖος, of Aphrodite, Sch.Opp.H.4.156; = ζευκτήριος, ἡνίαι Glossaria.

Greek Monolingual

ζευκτικός, -ή, -όν (Α) ζευκτός
1. (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα
2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.