νωπέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nopeomai
|Transliteration C=nopeomai
|Beta Code=nwpe/omai
|Beta Code=nwpe/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be downcast]], lon Hist. 1, Phot. s.v. [[νενώπηται]] (Hsch. also has [[ἐνώπηται]] (sic)).</span>
|Definition=to [[be downcast]], lon Hist. 1, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[νενώπηται]] ([[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also has [[ἐνώπηται]] (sic)).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''νωπέομαι''': {nōpéomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[niedergeschlagen sein]], [[δυσωπεῖσθαι]] (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.<br />'''Etymology''' : Vgl. [[προνωπής]]. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ [[ὄψει]] H. (Bq)?<br />'''Page''' 2,331
|ftr='''νωπέομαι''': {nōpéomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[niedergeschlagen sein]], [[δυσωπεῖσθαι]] (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.<br />'''Etymology''': Vgl. [[προνωπής]]. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ [[ὄψει]] H. (Bq)?<br />'''Page''' 2,331
}}
{{pape
|ptext== δυσωπέομαι; ἐνωπήθη ἐπί τινι, Ion <i>Ch</i>. bei Ath. XIII.604b; s. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 190; Hesych. erkl. νενώπηται, καταπέπληκται, τεταπείνωται.
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωπέομαι Medium diacritics: νωπέομαι Low diacritics: νωπέομαι Capitals: ΝΩΠΕΟΜΑΙ
Transliteration A: nōpéomai Transliteration B: nōpeomai Transliteration C: nopeomai Beta Code: nwpe/omai

English (LSJ)

to be downcast, lon Hist. 1, Phot. s.v. νενώπηται (Hsch. also has ἐνώπηται (sic)).

Greek (Liddell-Scott)

νωπέομαι: δυσωπέομαι, Ἰων. παρ’ Ἀθην. 604Β, Φώτ. ἐν λ. νενώπηται, (παρ’ Ἡσύχ. φέρεται ἐνώπηται).

Greek Monolingual

νωπέομαι (Α)
γίνομαι κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρήματος με τον τ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση του με τη γλώσσα «νώψ
ἀσθενής τῇ ὄψει». Το ρ., πάντως, συνδέεται με τη λ. προνωπής «αυτός που γέρνει, που έχει το κεφάλι σκυμμένο»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to be downcast, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Cf. προνωπής. Or from νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει H. (Bq)?

Frisk Etymology German

νωπέομαι: {nōpéomai}
Grammar: v.
Meaning: niedergeschlagen sein, δυσωπεῖσθαι (IonHist., Phot.). νενώπηται· τεταπείνωται, καταπέπληκται H., Phot.
Etymology: Vgl. προνωπής. Oder von νώψ· ἀσθενὴς τῇ ὄψει H. (Bq)?
Page 2,331

German (Pape)

= δυσωπέομαι; ἐνωπήθη ἐπί τινι, Ion Ch. bei Ath. XIII.604b; s. Lobeck zu Phryn. 190; Hesych. erkl. νενώπηται, καταπέπληκται, τεταπείνωται.