ὑδατώδης: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydatodis | |Transliteration C=ydatodis | ||
|Beta Code=u(datw/dhs | |Beta Code=u(datw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ὑδατῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[watery]], [[οὖρον]] Hp.''Prog.''12, cf. ''Epid.''1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. [[αἱματώδης]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''586a29; [ἄνεμος] ὑδατώδης Id.''Mete.''364b21; [νέφος] ὑδατωδέστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑδατώδης [[κρύσταλλος]], of [[melt]]ing [[ice]], [[wet]], [[sloppy]], Th.3.23; of [[taste]], [[watery]], [[insipid]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.10.3.<br><span class="bld">II</span> [[full of water]], φύλλα Id.''CP''2.19.2; σφαιρίον Id.''HP''3.7.5.<br><span class="bld">2</span> [[dropsical]], Hp.''Epid.''6.7.4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />[[qui fond en eau]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>[[wasserartig]], -[[ähnlich]], wie [[Wasser]] [[aussehend]]</i>, Theophr.; <i>[[wässerig]]</i>, Thuc. 3.23. – <i>[[wassersüchtig]]</i>, Hippocr. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδᾰτώδης:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[водянистый]] ([[ὑγρότης]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[сырой]], [[влажный]] ([[ἄνεμος]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[дождевой]] ([[νέφος]] Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[растекающийся]], [[тающий]]: [[κρύσταλλος]] οὐ [[βέβαιος]], ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδατώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ὕδατι, [[ὑδαρής]], «νερουλός», [[οὖρον]] Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ [[αἱματώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· [[ὑγρός]], [[ἄνεμος]] ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· [[νέφος]] ὑδατωδέστερον [[αὐτόθι]] 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. [[κρύσταλλος]], ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. [[πλήρης]] ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· [[σφαιρίον]] ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) [[ὑδρωπικός]], Ἱππ. 1195Α, Γαλην. | |lstext='''ὑδατώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] ὕδατι, [[ὑδαρής]], «νερουλός», [[οὖρον]] Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ [[αἱματώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· [[ὑγρός]], [[ἄνεμος]] ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· [[νέφος]] ὑδατωδέστερον [[αὐτόθι]] 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. [[κρύσταλλος]], ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. [[πλήρης]] ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· [[σφαιρίον]] ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) [[ὑδρωπικός]], Ἱππ. 1195Α, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[ὑδατώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νερό]], [[υδαρής]], [[νερουλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[νερό]], [[υγρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος με [[νερό]], νερωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υδατώδες</i><br /><b>βοτ.</b> επιφανειακή απεκκριτική [[δομή]] του φύλλου τών [[φυτών]], η οποία απορροφά [[νερό]] από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, [[φαινόμενο]] γνωστό ως [[σταγονόρροια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νερό]] («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ [[ὑγρά]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[υδρωπικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του νερού<br /><b>4.</b> (για [[έδεσμα]]) [[άνοστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑδατώδης]] [[κρύσταλλος]]» — [[πάγος]] που λειώνει, πολύ [[γλιστερός]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hydathode</i>]. | |mltxt=-ες / [[ὑδατώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νερό]], [[υδαρής]], [[νερουλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[νερό]], [[υγρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος με [[νερό]], νερωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υδατώδες</i><br /><b>βοτ.</b> επιφανειακή απεκκριτική [[δομή]] του φύλλου τών [[φυτών]], η οποία απορροφά [[νερό]] από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, [[φαινόμενο]] γνωστό ως [[σταγονόρροια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νερό]] («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ [[ὑγρά]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[υδρωπικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του νερού<br /><b>4.</b> (για [[έδεσμα]]) [[άνοστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑδατώδης]] [[κρύσταλλος]]» — [[πάγος]] που λειώνει, πολύ [[γλιστερός]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hydathode</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elmes | ||
| | |esmgtx=v. [[σχῆμα]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[aquosus]]'', [[watery]], [[wet]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.23.5/ 3.23.5]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: [[waterig]]; Finnish: läpimärkä; French: [[aqueux]]; German: [[wässrig]]; Hindi: आबी; Italian: [[acquoso]], [[acqueo]], [[bagnato]], [[inzuppato]]; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی; Portuguese: [[aquoso]]; Romanian: apătos, apos; Russian: [[водянистый]]; Spanish: [[acuoso]]; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:39, 16 November 2024
English (LSJ)
ὑδατῶδες,
A watery, οὖρον Hp.Prog.12, cf. Epid.1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. αἱματώδης, Arist.HA586a29; [ἄνεμος] ὑδατώδης Id.Mete.364b21; [νέφος] ὑδατωδέστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑδατώδης κρύσταλλος, of melting ice, wet, sloppy, Th.3.23; of taste, watery, insipid, Thphr. HP 4.10.3.
II full of water, φύλλα Id.CP2.19.2; σφαιρίον Id.HP3.7.5.
2 dropsical, Hp.Epid.6.7.4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fond en eau.
Étymologie: ὕδωρ, -ωδης.
German (Pape)
ες, wasserartig, -ähnlich, wie Wasser aussehend, Theophr.; wässerig, Thuc. 3.23. – wassersüchtig, Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτώδης: (ῠ)
1 водянистый (ὑγρότης Arst.);
2 сырой, влажный (ἄνεμος Arst.);
3 дождевой (νέφος Arst.);
4 растекающийся, тающий: κρύσταλλος οὐ βέβαιος, ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὕδατι, ὑδαρής, «νερουλός», οὖρον Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ αἱματώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· ὑγρός, ἄνεμος ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· νέφος ὑδατωδέστερον αὐτόθι 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. κρύσταλλος, ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. πλήρης ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· σφαιρίον ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) ὑδρωπικός, Ἱππ. 1195Α, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες / ὑδατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός
2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός
νεοελλ.
1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες
βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή του φύλλου τών φυτών, η οποία απορροφά νερό από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, φαινόμενο γνωστό ως σταγονόρροια
αρχ.
1. γεμάτος νερό («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ ὑγρά», Θεόφρ.)
2. ο υδρωπικός
3. αυτός που έχει το χρώμα του νερού
4. (για έδεσμα) άνοστος
5. φρ. «ὑδατώδης κρύσταλλος» — πάγος που λειώνει, πολύ γλιστερός (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydathode].
Léxico de magia
v. σχῆμα
Lexicon Thucydideum
Translations
Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: waterig; Finnish: läpimärkä; French: aqueux; German: wässrig; Hindi: आबी; Italian: acquoso, acqueo, bagnato, inzuppato; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی; Portuguese: aquoso; Romanian: apătos, apos; Russian: водянистый; Spanish: acuoso; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur