μεσημέριος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesimerios | |Transliteration C=mesimerios | ||
|Beta Code=meshme/rios | |Beta Code=meshme/rios | ||
|Definition= | |Definition=μεσημέριον, = [[μεσημβρινός]]: <b class="b3">τὸ μεσαμέριον</b> [[at midday]], Theoc.7.21:—also [[μεσήμερον]], τό, ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] = Vorigem, μεσαμέριον, adverbial, Theocr. 7, 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0137.png Seite 137]] = Vorigem, [[μεσαμέριον]], adverbial, Theocr. 7, 21. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσημέριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μεσημβρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>)<br /><b>βλ.</b> [[μεσημέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη [[φράση]] [[μέση]] [[ἡμέρα]] ( | |mltxt=[[μεσημέριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μεσημβρινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>)<br /><b>βλ.</b> [[μεσημέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη [[φράση]] [[μέση]] [[ἡμέρα]] ([[πρβλ]]. [[μέσον]] [[ήμαρ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
μεσημέριον, = μεσημβρινός: τὸ μεσαμέριον at midday, Theoc.7.21:—also μεσήμερον, τό, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 137] = Vorigem, μεσαμέριον, adverbial, Theocr. 7, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημέριος: -ον, = μεσημβρινός, μεσαμέριον, κατὰ τὴν μεσημβρίαν, Θεόκρ. 7. 21.
Greek Monolingual
μεσημέριος, -ον (Α)
1. μεσημβρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.)
βλ. μεσημέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση μέση ἡμέρα (πρβλ. μέσον ήμαρ].
Greek Monotonic
μεσημέριος: -ον, ό,τι το προηγ., μεσαμέριον, κατά το μεσημέρι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
μεσ-ημέριος, ον = μεσημβρῐνός]
μεσαμέριον at mid-day, Theocr.