μετώπιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metopion
|Transliteration C=metopion
|Beta Code=metw/pion
|Beta Code=metw/pion
|Definition=τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μέτωπον]], [[forehead]], <span class="bibl">Il.11.95</span>,<span class="bibl">16.739</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[façade]], ναοῦ <span class="title">SIG</span>282 ii 20 (Priene, iv B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[margin]] of a book, Gal.17(1).634, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>2</span>, <span class="bibl">159</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> [[bandage for the forehead]], Gal. 18(1).803. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[aromatic Egyptian ointment containing]] [[μέτωπον]] III, Dsc.1.59; [[containing oil of bitter almonds]], Apollon. ap. <span class="bibl">Ath.15.688f</span>, cf. Gal.19.71, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.20</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἀμυγδάλινον ἔλαιον]], Dsc.1.33, <span class="title">Gloss.</span>; cf. [[νετώπιον]].</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> = [[μέτωπον]], [[forehead]], Il.11.95,16.739.<br><span class="bld">2</span> [[façade]], ναοῦ ''SIG''282 ii 20 (Priene, iv B. C.).<br><span class="bld">3</span> [[margin]] of a book, Gal.17(1).634, Hdn.''Epim.''2, 159.<br><span class="bld">4</span> [[bandage for the forehead]], Gal. 18(1).803.<br><span class="bld">II</span> [[aromatic Egyptian ointment containing]] [[μέτωπον]] III, Dsc.1.59; [[containing oil of bitter almonds]], Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀμυγδάλινον ἔλαιον]], Dsc.1.33, ''Glossaria''; cf. [[νετώπιον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] τό, 1) = [[μέτωπον]], Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] τό, 1) = [[μέτωπον]], Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[front]] ; bandeau sur le front, ligature au front;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> marge d'une feuille, bord d'une page;<br /><b>3</b> [[huile parfumée d'Égypte]].<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετώπιον:''' τό эп. = [[μέτωπον]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετώπιον''': τό, = [[μέτωπον]], Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) [[ἐπίδεσμος]] διὰ τὸ [[μέτωπον]], Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι [[μύρον]] τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. [[μέτωπον]].
|lstext='''μετώπιον''': τό, = [[μέτωπον]], Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) [[ἐπίδεσμος]] διὰ τὸ [[μέτωπον]], Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι [[μύρον]] τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. [[μέτωπον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> front ; bandeau sur le front, ligature au front;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> marge d’une feuille, bord d’une page;<br /><b>3</b> huile parfumée d’Égypte.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετώπιον:''' τό, = [[μέτωπον]], το [[μέτωπο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετώπιον:''' τό, = [[μέτωπον]], το [[μέτωπο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετώπιον:''' τό эп. = [[μέτωπον]] 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετ-ώπιον, ου, τό, = [[μέτωπον]],]<br />the [[forehead]], Il.
|mdlsjtxt=μετ-ώπιον, ου, τό, = [[μέτωπον]],]<br />the [[forehead]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετώπιον Medium diacritics: μετώπιον Low diacritics: μετώπιον Capitals: ΜΕΤΩΠΙΟΝ
Transliteration A: metṓpion Transliteration B: metōpion Transliteration C: metopion Beta Code: metw/pion

English (LSJ)

τό,
A = μέτωπον, forehead, Il.11.95,16.739.
2 façade, ναοῦ SIG282 ii 20 (Priene, iv B. C.).
3 margin of a book, Gal.17(1).634, Hdn.Epim.2, 159.
4 bandage for the forehead, Gal. 18(1).803.
II aromatic Egyptian ointment containing μέτωπον III, Dsc.1.59; containing oil of bitter almonds, Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20.
2 = ἀμυγδάλινον ἔλαιον, Dsc.1.33, Glossaria; cf. νετώπιον.

German (Pape)

[Seite 164] τό, 1) = μέτωπον, Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 front ; bandeau sur le front, ligature au front;
2 p. anal. marge d'une feuille, bord d'une page;
3 huile parfumée d'Égypte.
Étymologie: μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

μετώπιον: τό эп. = μέτωπον 1.

Greek (Liddell-Scott)

μετώπιον: τό, = μέτωπον, Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) ἐπίδεσμος διὰ τὸ μέτωπον, Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι μύρον τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. μέτωπον.

English (Autenrieth)

on the forehead, Il. 11.95 and Il. 16.739.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) μέτωπον
νεοελλ.
ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο της νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους
μσν.
μετωπιαίο διακοσμητικό του κράνους ή της μίτρας
μσν.-αρχ.
μέτωπο
αρχ.
1. πρόσοψη
2. επίδεσμος για το μέτωπο
3. κάλυμμα του μετώπου τών ίππων
4. περιθώριο σελίδας
5. αρωματικό ελαιώδες μύρο που περιείχε έλαιο πικραμυγδάλου και το οποίο χρησιμοποιούσαν ιδίως στην Αίγυπτο
6. έλαιο αμυγδάλου.

Greek Monotonic

μετώπιον: τό, = μέτωπον, το μέτωπο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μετ-ώπιον, ου, τό, = μέτωπον,]
the forehead, Il.