πνιγμός: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pnigmos | |Transliteration C=pnigmos | ||
|Beta Code=pnigmo/s | |Beta Code=pnigmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[choking]], [[suffocation]], Hp. ''Coac.''61, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''514a6, ''PA''664b31 (pl.), Anaxandr.33.8; of weeds, <b class="b3">παρέχει π. αὐτῷ [τῷ σίτῳ]</b> X.''Oec.''17.12; [[crushing]], of a crowd, Plb. 4.58.9.<br><span class="bld">2</span> [[stifling heat]], Men.Rh.p.351S. (pl.).<br><span class="bld">3</span> [[stewing]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0641.png Seite 641]] ὁ, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Xen. Oec. 7, 12; Arist. H. A. 3, 3; ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠθισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφθάρη, Pol. 4, 58, 9; stickende Hitze, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0641.png Seite 641]] ὁ, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Xen. Oec. 7, 12; Arist. H. A. 3, 3; ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠθισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφθάρη, Pol. 4, 58, 9; stickende Hitze, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[étouffement]], [[suffocation]].<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πνιγμός -οῦ, ὁ [πνίγω] [[verstikking]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πνιγμός:''' ὁ Xen., Arst., Polyb. = [[πνῖγμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνιγμός''': ὁ, ([[πνίγω]]) πνίξιμον, τὸ πνίγειν ἢ πνίγεσθαι, [[δυσκολία]] περὶ τὴν ἀναπνοήν, [[κώλυσις]] ἢ διακοπὴ αὐτῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 19, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· ἐπὶ βοτανῶν ἀγρίων ἢ ζιζανίων, παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ [τῷ σίτῳ] Ξεν. Οἰκ. 17. 12. 2) πνιγηρὰ [[θερμότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 3) πνιγηρὸν [[αἴσθημα]], διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸν πνιγμὸν ποιεῖ τοῖς ἐργαζομένοις ὁ ἀὴρ ὅτι [[παχύς]] τε καὶ ἠρεμῶν Θεόφρ. π. Πυρ. 24. | |lstext='''πνιγμός''': ὁ, ([[πνίγω]]) πνίξιμον, τὸ πνίγειν ἢ πνίγεσθαι, [[δυσκολία]] περὶ τὴν ἀναπνοήν, [[κώλυσις]] ἢ διακοπὴ αὐτῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 19, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· ἐπὶ βοτανῶν ἀγρίων ἢ ζιζανίων, παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ [τῷ σίτῳ] Ξεν. Οἰκ. 17. 12. 2) πνιγηρὰ [[θερμότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 3) πνιγηρὸν [[αἴσθημα]], διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸν πνιγμὸν ποιεῖ τοῖς ἐργαζομένοις ὁ ἀὴρ ὅτι [[παχύς]] τε καὶ ἠρεμῶν Θεόφρ. π. Πυρ. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πνιχμός]] Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πνίγω]], [[θάνατος]] προερχόμενος από [[παρεμπόδιση]] της αναπνοής, [[πνιγμονή]] (α. «και τρέχει [[πάντα]] στον πνιγμό [[δίχως]] βοήθειαν [[άλλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ἐάν δέ... προσφερομένης τῆς τροφῆς ἀναπνεύσῃ τις βῆχας καὶ πνιγμοὺς | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πνιχμός]] Α [[πνίγω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πνίγω]], [[θάνατος]] προερχόμενος από [[παρεμπόδιση]] της αναπνοής, [[πνιγμονή]] (α. «και τρέχει [[πάντα]] στον πνιγμό [[δίχως]] βοήθειαν [[άλλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ἐάν δέ... προσφερομένης τῆς τροφῆς ἀναπνεύσῃ τις βῆχας καὶ πνιγμοὺς ποιεῖ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ασφυξία]] που προκαλείται από τον συνωστισμό πλήθους<br /><b>3.</b> (σχετικά με άγρια βότανα ή ζιζάνια) η [[καταστροφή]], η [[εξόντωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ασφυξία]] από [[βύθιση]] σε ένα [[υγρό]], [[συνήθως]] [[νερό]], το οποίο, φράσσοντας το [[στόμα]] και τη [[μύτη]] του θύματος, διακόπτει την [[παροχή]] οξυγόνου στο [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αποπνικτική [[ζέστη]], [[καύσωνας]]<br /><b>2.</b> [[παρασκευή]] φαγητού, [[μαγείρεμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πνιγμός:''' ὁ ([[πνίγω]]), [[πνίξιμο]] ή [[πνιγμός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πνιγμός:''' ὁ ([[πνίγω]]), [[πνίξιμο]] ή [[πνιγμός]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πνιγμός]], οῦ, ὁ, [[πνίγω]]<br />a [[choking]] or [[being]] choked, Xen. | |mdlsjtxt=[[πνιγμός]], οῦ, ὁ, [[πνίγω]]<br />a [[choking]] or [[being]] choked, Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:36, 2 November 2024
English (LSJ)
ὁ,
A choking, suffocation, Hp. Coac.61, Arist.HA514a6, PA664b31 (pl.), Anaxandr.33.8; of weeds, παρέχει π. αὐτῷ [τῷ σίτῳ] X.Oec.17.12; crushing, of a crowd, Plb. 4.58.9.
2 stifling heat, Men.Rh.p.351S. (pl.).
3 stewing, Thphr. Ign.24.
German (Pape)
[Seite 641] ὁ, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Xen. Oec. 7, 12; Arist. H. A. 3, 3; ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠθισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφθάρη, Pol. 4, 58, 9; stickende Hitze, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
étouffement, suffocation.
Étymologie: πνίγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνιγμός -οῦ, ὁ [πνίγω] verstikking.
Russian (Dvoretsky)
πνιγμός: ὁ Xen., Arst., Polyb. = πνῖγμα.
Greek (Liddell-Scott)
πνιγμός: ὁ, (πνίγω) πνίξιμον, τὸ πνίγειν ἢ πνίγεσθαι, δυσκολία περὶ τὴν ἀναπνοήν, κώλυσις ἢ διακοπὴ αὐτῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 19, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 6· ἐπὶ βοτανῶν ἀγρίων ἢ ζιζανίων, παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ [τῷ σίτῳ] Ξεν. Οἰκ. 17. 12. 2) πνιγηρὰ θερμότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 3) πνιγηρὸν αἴσθημα, διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸν πνιγμὸν ποιεῖ τοῖς ἐργαζομένοις ὁ ἀὴρ ὅτι παχύς τε καὶ ἠρεμῶν Θεόφρ. π. Πυρ. 24.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πνιχμός Α πνίγω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πνίγω, θάνατος προερχόμενος από παρεμπόδιση της αναπνοής, πνιγμονή (α. «και τρέχει πάντα στον πνιγμό δίχως βοήθειαν άλλη», Ερωτόκρ.
β. «ἐάν δέ... προσφερομένης τῆς τροφῆς ἀναπνεύσῃ τις βῆχας καὶ πνιγμοὺς ποιεῖ», Αριστοτ.)
2. ασφυξία που προκαλείται από τον συνωστισμό πλήθους
3. (σχετικά με άγρια βότανα ή ζιζάνια) η καταστροφή, η εξόντωση
νεοελλ.
ιατρ. ασφυξία από βύθιση σε ένα υγρό, συνήθως νερό, το οποίο, φράσσοντας το στόμα και τη μύτη του θύματος, διακόπτει την παροχή οξυγόνου στο σώμα
αρχ.
1. αποπνικτική ζέστη, καύσωνας
2. παρασκευή φαγητού, μαγείρεμα.
Greek Monotonic
πνιγμός: ὁ (πνίγω), πνίξιμο ή πνιγμός, σε Ξεν.