χειρουργός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirourgos | |Transliteration C=cheirourgos | ||
|Beta Code=xeirourgo/s | |Beta Code=xeirourgo/s | ||
|Definition= | |Definition=χειρουργόν,<br><span class="bld">A</span> [[working]] or [[doing by hand]], Plu.2.564e: [[practising a handicraft]] or [[art]], περὶ γραφικήν Ael.''NA''17.9; οἱ χ. [[artificers]], [[artists]], Id.''VH''14.47, etc.; also χ. τέχναι Lib.''Or.''25.36.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">χειρουργός, ὁ,</b> [[surgeon]], Plu.2.486c, Ptol.''Tetr.''180, Gal.10.455, Artem.4.2, ''AP''11.280 (Pall.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist [[χειρουργός]] der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist [[χειρουργός]] der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> [[qui travaille]] <i>ou</i> agit de ses mains;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[qui s'adonne à la pratique de]] : [[περί]] τι, à la pratique d'un art, d'un métier ; <i>abs.</i> οἱ χειρουργοί, les artistes;<br /><b>2</b> [[opérateur]], [[chirurgien]].<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἔργον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρουργός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[исполнитель приговора]] ([[φύλαξ]] καὶ χ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[хирург]] Plut., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ἢ πράττων τι διὰ τῶν χειρῶν, Πλούτ. 2. 564Ε· ὁ ἐξασκῶν χειρωνακτικόν τι [[ἐπάγγελμα]] ἢ τέχνην, περὶ γραφικὴν Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 9· οἱ χ., τεχνῖται ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 14. 47, κλπ. ΙΙ. [[χειρουργός]], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκτελῶν ἐγχειρήσεις [[ἰατρός]], Πλούτ. 2. 486C, Ἀνθ. Παλατ. 11. 280. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 385. | |lstext='''χειρουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος ἢ πράττων τι διὰ τῶν χειρῶν, Πλούτ. 2. 564Ε· ὁ ἐξασκῶν χειρωνακτικόν τι [[ἐπάγγελμα]] ἢ τέχνην, περὶ γραφικὴν Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 9· οἱ χ., τεχνῖται ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 14. 47, κλπ. ΙΙ. [[χειρουργός]], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκτελῶν ἐγχειρήσεις [[ἰατρός]], Πλούτ. 2. 486C, Ἀνθ. Παλατ. 11. 280. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 385. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], <i>ὁ</i>, [[γιατρός]] που κάνει εγχειρήσεις, [[χειρουργός]], σε Πλούτ., Ανθ. | |lsmtext='''χειρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], <i>ὁ</i>, [[γιατρός]] που κάνει εγχειρήσεις, [[χειρουργός]], σε Πλούτ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χειρ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> doing by [[hand]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], οῦ, a chirurgeon, [[surgeon]], Plut., Anth. | |mdlsjtxt=χειρ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br /><b class="num">I.</b> doing by [[hand]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[χειρουργός]], οῦ, a chirurgeon, [[surgeon]], Plut., Anth. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[χείρ]] + [[ἔργω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἐργάζομαι]] καί στή λέξη [[χείρ]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρουργόν,
A working or doing by hand, Plu.2.564e: practising a handicraft or art, περὶ γραφικήν Ael.NA17.9; οἱ χ. artificers, artists, Id.VH14.47, etc.; also χ. τέχναι Lib.Or.25.36.
II χειρουργός, ὁ, surgeon, Plu.2.486c, Ptol.Tetr.180, Gal.10.455, Artem.4.2, AP11.280 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1347] mit der Hand arbeitend, verrichtend, ein Handwerk oder eine Kunst praktisch betreibend, χειρουργὸς τῆς μουσικῆς, γραφικῆς u. vgl., ausübender Künstler in der Musik, Malerei u. s. w., Sp. – Bes. aber ist χειρουργός der mit der Hand wirkende Arzt, der Chirurg, Sp., Pallad. 51 (XI, 280). – In obscönem Sinne D. L. 6, 46.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. qui travaille ou agit de ses mains;
II. particul. :
1 qui s'adonne à la pratique de : περί τι, à la pratique d'un art, d'un métier ; abs. οἱ χειρουργοί, les artistes;
2 opérateur, chirurgien.
Étymologie: χείρ, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
χειρουργός: ὁ
1 исполнитель приговора (φύλαξ καὶ χ. Plut.);
2 хирург Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χειρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ἢ πράττων τι διὰ τῶν χειρῶν, Πλούτ. 2. 564Ε· ὁ ἐξασκῶν χειρωνακτικόν τι ἐπάγγελμα ἢ τέχνην, περὶ γραφικὴν Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 9· οἱ χ., τεχνῖται ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 14. 47, κλπ. ΙΙ. χειρουργός, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκτελῶν ἐγχειρήσεις ἰατρός, Πλούτ. 2. 486C, Ἀνθ. Παλατ. 11. 280. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 385.
Greek Monolingual
ο, η / χειρουργός, -όν, ΝΜΑ, και κν. τ. χειρούργος Ν
γιατρός που κάνει χειρουργικές επεμβάσεις
αρχ.
αυτός που ασκεί μια τέχνη, που κατασκευάζει ή διακοσμεί κάτι με τα χέρια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χειρουργός < χειρ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Ο νεοελλ. τ. χειρούργος < χειρουργός με αναβιβασμό του τόνου, κατά τα κακούργος, πανούργος].
Greek Monotonic
χειρουργός: -όν (*ἔργω)·
I. αυτός που κάνει κάτι με το χέρι, σε Πλούτ.
II. χειρουργός, ὁ, γιατρός που κάνει εγχειρήσεις, χειρουργός, σε Πλούτ., Ανθ.
Middle Liddell
χειρ-ουργός, όν [*ἔργω
I. doing by hand, Plut.
II. χειρουργός, οῦ, a chirurgeon, surgeon, Plut., Anth.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χείρ + ἔργω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή λέξη χείρ.