διασπαράσσω: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diasparasso | |Transliteration C=diasparasso | ||
|Beta Code=diaspara/ssw | |Beta Code=diaspara/ssw | ||
|Definition=Att. διασπαράττω, < | |Definition=Att. [[διασπαράττω]],<br><span class="bld">A</span> [[rend in pieces]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''195:—Pass., Eub. 15.3.<br><span class="bld">2</span> metaph., δ. τινὰ τῷ λόγῳ Luc.''Icar.''21.<br><span class="bld">II</span> [[dilate forcibly]], Sor.2.59. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(διασπᾰράσσω) <b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">• Morfología:</b> [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en <i>PMich.Renner</i> 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.<i>Hex</i>.8.3 (p.444)]<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[romper]], [[destrozar]] χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει con las manos rompe los arneses del carro</i> A.<i>Pers</i>.195<br /><b class="num">•</b>[[desgarrar]], [[rasgar]] ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει E.<i>Fr</i>.383.5, (τὸν χιτωνίσκον) I.<i>AI</i> 2.35, en v. pas. χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶς <i>Com.Adesp</i>.1084.25<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[desgarrarse]], [[romperse]] χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακται se enganchó en un escollo y se ha roto (la red)</i>, Hld.5.18.4.<br /><b class="num">2</b> medic. [[dilatar a la fuerza]] τὴν μήτραν Sor.136.11.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de pers. o anim. [[despedazar]], [[descuartizar]] c. resultado de muerte:<br /><b class="num">a)</b> c. suj. de anim. ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες) Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d, οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας) <i>Vit.Aesop.G</i> 97, οἱ λύκοι τὰ ἀρνία 2<i>Ep.Clem</i>.5.3, ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν Aesop.268, οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ [[ἐνίοτε]] κατάγνυσιν Aët.13.3, en v. pas. τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη Eub.14.3, διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαι Basil.l.c., [[Ἀκταίων]] ... ὑπὸ τῶν ἑ[α] υτ[οῦ] κυνῶν anón.mit.l.c., ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν Plu.<i>Fluu</i>.25.4, [[Διόνυσος]] Iust.Phil.1<i>Apol</i>.21.2, s. cont., A.<i>Fr</i>.451s.10.1, E. (?) en <i>POxy</i>.2078.1.18;<br /><b class="num">b)</b> c. suj. de pers. τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένων Them.<i>Or</i>.7.99d, [[ἀλλήλους]] διασπαράξαι βουλόμενοι <i>T.Sal</i>.D.4.1, en v. pas. ὑπὸ τῶν Γαλατῶν Memn.8.8, ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι [[γύψ]] <i>SHell</i>.996.7<br /><b class="num">•</b>fig. διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες Luc.<i>Icar</i>.21, διὰ συκοφαντίας τὸν λόγον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.467<br /><b class="num">•</b>abs. [[desgarrar el corazón]] Luc.<i>Tyr</i>.20. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] zerreißen, zerfleischen; χεροῖν ἔντη δίφρου Aesch. Pers. 193; διεσπάρακται [[μέλη]] Eubul. Ath. XIV, 622 e; – Sp.; – übertr., Luc. Icarom. 21, λόγῳ τινά. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] zerreißen, zerfleischen; χεροῖν ἔντη δίφρου Aesch. Pers. 193; διεσπάρακται [[μέλη]] Eubul. Ath. XIV, 622 e; – Sp.; – übertr., Luc. Icarom. 21, λόγῳ τινά. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διασπαράξω, <i>etc.</i><br />mettre en pièces, déchirer ; <i>fig.</i> déchirer en paroles.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπαράσσω]]. | |btext=<i>f.</i> διασπαράξω, <i>etc.</i><br />mettre en pièces, déchirer ; <i>fig.</i> déchirer en paroles.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπαράσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''διασπᾰράσσω:''' атт. διασπᾰράττω<br /><b class="num">1</b> [[разрывать на части]] ([[χεροῖν]] τι Aesch.; ὑπὸ λεόντων διασπαραχθείς Plut.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[растерзывать]], [[мучить]] (τινὰ τῷ λόγῳ Luc.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διασπᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω, [[σχίζω]] εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σχίζω]] σε τεμάχια ή [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], [[κατακρεουργώ]], [[πετσοκόβω]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''διασπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[σχίζω]] σε τεμάχια ή [[κομματιάζω]], [[ξεσχίζω]], [[κατακρεουργώ]], [[πετσοκόβω]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Attic -ττω fut. ξω<br />to [[rend]] in [[sunder]] or in pieces, Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 17 February 2024
English (LSJ)
Att. διασπαράττω,
A rend in pieces, A.Pers.195:—Pass., Eub. 15.3.
2 metaph., δ. τινὰ τῷ λόγῳ Luc.Icar.21.
II dilate forcibly, Sor.2.59.
Spanish (DGE)
(διασπᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en PMich.Renner 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.Hex.8.3 (p.444)]
1 c. ac. de cosa romper, destrozar χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει con las manos rompe los arneses del carro A.Pers.195
•desgarrar, rasgar ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει E.Fr.383.5, (τὸν χιτωνίσκον) I.AI 2.35, en v. pas. χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶς Com.Adesp.1084.25
•en v. med.-pas. desgarrarse, romperse χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακται se enganchó en un escollo y se ha roto (la red), Hld.5.18.4.
2 medic. dilatar a la fuerza τὴν μήτραν Sor.136.11.
3 c. ac. de pers. o anim. despedazar, descuartizar c. resultado de muerte:
a) c. suj. de anim. ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες) Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d, οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας) Vit.Aesop.G 97, οἱ λύκοι τὰ ἀρνία 2Ep.Clem.5.3, ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν Aesop.268, οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ ἐνίοτε κατάγνυσιν Aët.13.3, en v. pas. τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη Eub.14.3, διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαι Basil.l.c., Ἀκταίων ... ὑπὸ τῶν ἑ[α] υτ[οῦ] κυνῶν anón.mit.l.c., ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν Plu.Fluu.25.4, Διόνυσος Iust.Phil.1Apol.21.2, s. cont., A.Fr.451s.10.1, E. (?) en POxy.2078.1.18;
b) c. suj. de pers. τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένων Them.Or.7.99d, ἀλλήλους διασπαράξαι βουλόμενοι T.Sal.D.4.1, en v. pas. ὑπὸ τῶν Γαλατῶν Memn.8.8, ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι γύψ SHell.996.7
•fig. διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες Luc.Icar.21, διὰ συκοφαντίας τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.467
•abs. desgarrar el corazón Luc.Tyr.20.
German (Pape)
[Seite 603] zerreißen, zerfleischen; χεροῖν ἔντη δίφρου Aesch. Pers. 193; διεσπάρακται μέλη Eubul. Ath. XIV, 622 e; – Sp.; – übertr., Luc. Icarom. 21, λόγῳ τινά.
French (Bailly abrégé)
f. διασπαράξω, etc.
mettre en pièces, déchirer ; fig. déchirer en paroles.
Étymologie: διά, σπαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
διασπᾰράσσω: атт. διασπᾰράττω
1 разрывать на части (χεροῖν τι Aesch.; ὑπὸ λεόντων διασπαραχθείς Plut.);
2 перен. растерзывать, мучить (τινὰ τῷ λόγῳ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διασπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, σχίζω εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21.
Greek Monolingual
και διασπαράττω (AM διασπαράσσω και διασπαράττω)
κατατεμαχίζω, κατακρεουργώ.
Greek Monotonic
διασπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σχίζω σε τεμάχια ή κομματιάζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ, πετσοκόβω, σε Αισχύλ.