πειραστικός: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peirastikos
|Transliteration C=peirastikos
|Beta Code=peirastiko/s
|Beta Code=peirastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted for trying]] or [[testing]], [[tentative]], ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span> 1004b25</span> ; <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη, ἐπιστήμη</b>) as a branch of dialectic, <span class="bibl">Id.<span class="title">SE</span>169b25</span> ; <b class="b3">π. λόγοι</b> ib. <span class="bibl">165a39</span>, cf. Gal. 17(2).350 ; <b class="b3">οἱ π. διάλογοι</b> of Plato, as the Euthyphro, Theaetetus, Meno, Ion, Thrasyll. ap. <span class="bibl">D.L.3.58</span> sq. Adv. -κῶς <span class="bibl">Ascl. <span class="title">in Metaph.</span> 246.9</span>.</span>
|Definition=πειραστική, πειραστικόν, [[fitted for trying]] or [[testing]], [[tentative]], ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]'' 1004b25; <b class="b3">ἡ πειραστική</b> (''[[sc.]] '' [[τέχνη]], [[ἐπιστήμη]]) as a branch of [[dialectic]], Id.''SE''169b25; <b class="b3">πειραστικοὶ λόγοι</b> ib. 165a39, cf. Gal. 17(2).350; <b class="b3">οἱ πειραστικοὶ διάλογοι</b> of [[Plato]], as the [[Euthyphro]], [[Theaetetus]], [[Meno]], [[Ion]], Thrasyll. ap. D.L.3.58 sq. Adv. [[πειραστικῶς]] Ascl. ''in Metaph.'' 246.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] zum Versuchen oder Probiren gehörig, Arist. elench. soph. 8, 11 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] zum Versuchen oder Probiren gehörig, Arist. elench. soph. 8, 11 u. A.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à éprouver, à tenter, à rechercher ; ἡ πειραστική ([[τέχνη]]) l'art de tâter, de sonder (en dialectique).<br />'''Étymologie:''' [[πειράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πειραστικός:''' [[испытующий]], [[исследующий]] (περί τινος Arst.): οἱ πειραστικοὶ διάλογοι Diog. L. диалоги, посвященные исследованию (т. е. такие диалоги Платона, как, напр., «[[Эвтифрон]]», «[[Теэтет]]», «[[Менон]]», «[[Ион]]»).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πειραστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς δοκιμήν, [[δοκιμαστικός]], ἐστὶ δ’ ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ [[φιλοσοφία]] γνωριστικὴ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 2, 20· ἡ πειραστικὴ (δηλ. [[τέχνη]], [[ἐπιστήμη]]), ὡς [[κλάδος]] τῆς διαλεκτικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 8, 2., 11, 1, κ. ἀλλ.· οἱ π. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, [[οἷον]] ὁ Εὐθύφρων, Θεαίτητος, Μένων, Ἴων, Θρασύλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 58 κἑξ., ἴδε Grote’s Platlo 1, σ. 160 κἑξ.
|lstext='''πειραστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς δοκιμήν, [[δοκιμαστικός]], ἐστὶ δ’ ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ [[φιλοσοφία]] γνωριστικὴ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 2, 20· ἡ πειραστικὴ (δηλ. [[τέχνη]], [[ἐπιστήμη]]), ὡς [[κλάδος]] τῆς διαλεκτικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 8, 2., 11, 1, κ. ἀλλ.· οἱ π. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, [[οἷον]] ὁ Εὐθύφρων, Θεαίτητος, Μένων, Ἴων, Θρασύλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 58 κἑξ., ἴδε Grote’s Platlo 1, σ. 160 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à éprouver, à tenter, à rechercher ; ἡ πειραστική ([[τέχνη]]) l’art de tâter, de sonder (en dialectique).<br />'''Étymologie:''' [[πειράζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πειραστικός:''' -ή, -όν ([[πειράζω]]), [[δοκιμαστικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πειραστικός:''' -ή, -όν ([[πειράζω]]), [[δοκιμαστικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''πειραστικός:''' испытующий, исследующий (περί τινος Arst.): οἱ πειραστικοὶ διάλογοι Diog. L. диалоги, посвященные исследованию (т. е. такие диалоги Платона, как, напр., «Эвтифрон», «Теэтет», «Менон», «Ион»).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πειραστικός]], ή, όν [[πειράζω]]<br />tentative, Arist.
|mdlsjtxt=[[πειραστικός]], ή, όν [[πειράζω]]<br />tentative, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειραστικός Medium diacritics: πειραστικός Low diacritics: πειραστικός Capitals: ΠΕΙΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peirastikós Transliteration B: peirastikos Transliteration C: peirastikos Beta Code: peirastiko/s

English (LSJ)

πειραστική, πειραστικόν, fitted for trying or testing, tentative, ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική Arist.Metaph. 1004b25; ἡ πειραστική (sc. τέχνη, ἐπιστήμη) as a branch of dialectic, Id.SE169b25; πειραστικοὶ λόγοι ib. 165a39, cf. Gal. 17(2).350; οἱ πειραστικοὶ διάλογοι of Plato, as the Euthyphro, Theaetetus, Meno, Ion, Thrasyll. ap. D.L.3.58 sq. Adv. πειραστικῶς Ascl. in Metaph. 246.9.

German (Pape)

[Seite 545] zum Versuchen oder Probiren gehörig, Arist. elench. soph. 8, 11 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à éprouver, à tenter, à rechercher ; ἡ πειραστική (τέχνη) l'art de tâter, de sonder (en dialectique).
Étymologie: πειράζω.

Russian (Dvoretsky)

πειραστικός: испытующий, исследующий (περί τινος Arst.): οἱ πειραστικοὶ διάλογοι Diog. L. диалоги, посвященные исследованию (т. е. такие диалоги Платона, как, напр., «Эвтифрон», «Теэтет», «Менон», «Ион»).

Greek (Liddell-Scott)

πειραστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς δοκιμήν, δοκιμαστικός, ἐστὶ δ’ ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστικὴ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 2, 20· ἡ πειραστικὴ (δηλ. τέχνη, ἐπιστήμη), ὡς κλάδος τῆς διαλεκτικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 8, 2., 11, 1, κ. ἀλλ.· οἱ π. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, οἷον ὁ Εὐθύφρων, Θεαίτητος, Μένων, Ἴων, Θρασύλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 58 κἑξ., ἴδε Grote’s Platlo 1, σ. 160 κἑξ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πειράζω
1. αυτός που αρμόζει σε δοκιμή, με τον οποίο γίνεται η δοκιμή, δοκιμαστικός («ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. «ἡ πειραστική»
(ενν. τέχνη ή επιστήμη) κλάδος της διαλεκτικής, δηλ. η τέχνη να εξάγει κάποιος ψευδές συμπέρασμα με βάση την άγνοια αυτού που προβάλλει έναν ισχυρισμό, κατά τον Αριστοτέλη
3. φρ. «πειραστικὸς διάλογος» — είδος τών πλατωνικών διαλόγων, στο οποίο υπάγονται, κατά τη διάκριση του Θρασύλλου, ο Ευθύφρων, ο Θεαίτητος, ο Μένων, ο Ίων.
επίρρ...
πειραστικῶς ΜΑ
δοκιμαστικώς
μσν.
με τρόπο πειραχτικό, πειραχτικά.

Greek Monotonic

πειραστικός: -ή, -όν (πειράζω), δοκιμαστικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

πειραστικός, ή, όν πειράζω
tentative, Arist.