πηγός: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pigos | |Transliteration C=pigos | ||
|Beta Code=phgo/s | |Beta Code=phgo/s | ||
|Definition= | |Definition=πηγή, πηγόν, Dor. πᾱγός,<br><span class="bld">A</span> (πήγνυμι ''ΙΙ'') [[well put together]], [[solid]], [[strong]], ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους Il.9.124, cf. Alcm.23.48; κύματι πηγῷ Od. 5.388, 23.235, ''AP''9.143 (Antip.).<br><span class="bld">2</span> Subst. [[πηγός]] (''[[sc.]]'' [[ἅλς]]), ὁ, [[salt]] (cf. [[πηκτός]] III), mock-Epic use in Strato Com.1.36.<br><span class="bld">II</span> [[white]], πλόκος Lyc.336; ὀστέα ''Sammelb.''4314.5 (Alexandria, iii B. C.); κύνας ἥμισυ πηγούς Call.''Dian.''90.<br><span class="bld">2</span> [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has <b class="b3">πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν</b>; and Eust.403.43 explains <b class="b3">κῦμα π.</b> as <b class="b3">κ. μέλαν</b>, cf. 740.50, 1539.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0609.png Seite 609]] [[fest]], seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, [[stark]], kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; [[κῦμα]] πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst [[τρόφι]] u. τροφόεν κῦμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in [[πηγεσίμαλλος]], einige alte Ausleger [[πηγός]] durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, [[πάγος]], weiß sei, daher er 336 [[πλόκαμος]] [[πηγός]] für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. [[πήγνυμι]]), der Andere erwidert [[πηγός]]; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0609.png Seite 609]] [[fest]], seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, [[stark]], kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; [[κῦμα]] πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst [[τρόφι]] u. τροφόεν κῦμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in [[πηγεσίμαλλος]], einige alte Ausleger [[πηγός]] durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, [[πάγος]], weiß sei, daher er 336 [[πλόκαμος]] [[πηγός]] für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. [[πήγνυμι]]), der Andere erwidert [[πηγός]]; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />compact, épais, <i>d'où</i><br /><b>1</b> solide, fort, vigoureux (cheval);<br /><b>2</b> gros, énorme (vague).<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πηγός -ή -όν, Dor. πᾱγός [πήγνυμι] [[vast]], [[stevig]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πηγός:''' [[крепкий]], [[сильный]], [[мощный]] ([[ἵππος]], [[κῦμα]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[πήγνῦμι]]): [[stout]], [[thick]], [[tough]], Il. 9.124 | |auten=([[πήγνῦμι]]): [[stout]], [[thick]], [[tough]], Il. 9.124 ; [[κῦμα]], [[big]] [[wave]], Od. 5.388. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πηγός:''' -ή, -όν ([[πήγνυμι]] II), τοποθετημένος [[καλά]] μαζί με, συναρμολογημένος, [[δυνατός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κύματι πηγῷ</i>, σε δυνατό, μεγάλο [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πηγός:''' -ή, -όν ([[πήγνυμι]] II), τοποθετημένος [[καλά]] μαζί με, συναρμολογημένος, [[δυνατός]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κύματι πηγῷ</i>, σε δυνατό, μεγάλο [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πηγός''': -ή, -όν, ([[πήγνυμι]] ΙΙ) [[εὐπαγής]], ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. [[κῦμα]] τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν [[λευκόν]], οἱ δὲ [[μέλαν]]»: καὶ [[οὕτως]] ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: [[πλόκος]] πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]] II]<br />well put [[together]], [[compact]], [[strong]], Il.; κύματι πηγῶι on the [[strong]], big [[wave]], Od. | |mdlsjtxt=[[πήγνυμι]] II]<br />well put [[together]], [[compact]], [[strong]], Il.; κύματι πηγῶι on the [[strong]], big [[wave]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
πηγή, πηγόν, Dor. πᾱγός,
A (πήγνυμι ΙΙ) well put together, solid, strong, ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους Il.9.124, cf. Alcm.23.48; κύματι πηγῷ Od. 5.388, 23.235, AP9.143 (Antip.).
2 Subst. πηγός (sc. ἅλς), ὁ, salt (cf. πηκτός III), mock-Epic use in Strato Com.1.36.
II white, πλόκος Lyc.336; ὀστέα Sammelb.4314.5 (Alexandria, iii B. C.); κύνας ἥμισυ πηγούς Call.Dian.90.
2 Hsch. has πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν; and Eust.403.43 explains κῦμα π. as κ. μέλαν, cf. 740.50, 1539.42.
German (Pape)
[Seite 609] fest, seist, derb, gedrungen, dah. wohlgenährt, stark, kräftig; ἵπποι πηγοί, wohlgenährte, tüchtige Rosse, Il. 9, 124. 266; κῦμα πηγόν, eine dickangeschwollene, gewaltige Woge, Od. 5, 388. 23, 235, wofür sonst τρόφι u. τροφόεν κῦμα, auch von sp. D. nachgeahmt. – Auch hier erkl., wie in πηγεσίμαλλος, einige alte Ausleger πηγός durch »schwarz«, Lycophr. dagegen durch »weiß«, weil der Reif, πάγος, weiß sei, daher er 336 πλόκαμος πηγός für »weiße Locke« sagt. Vgl. noch Strat. com. bei Ath. IX, 383 a, wo Einer für »Salz« sagt πηγὸς πάρεστι (s. πήγνυμι), der Andere erwidert πηγός; οὐχὶ λευκὰ σὺ ἐρεῖς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
compact, épais, d'où
1 solide, fort, vigoureux (cheval);
2 gros, énorme (vague).
Étymologie: πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηγός -ή -όν, Dor. πᾱγός [πήγνυμι] vast, stevig.
Russian (Dvoretsky)
πηγός: крепкий, сильный, мощный (ἵππος, κῦμα Hom.).
English (Autenrieth)
(πήγνῦμι): stout, thick, tough, Il. 9.124 ; κῦμα, big wave, Od. 5.388.
Greek Monolingual
και παγός, -ή, -όν, Α
1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.)
2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο
3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.)
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός
το αλάτι
5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν
οἱ μἐν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + κατάλ. -ός. Η σημ. «λευκός» και «μέλας» που αποδόθηκε στο επίθ. είναι μτγν. και οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία ομηρικού χωρίου].
Greek Monotonic
πηγός: -ή, -όν (πήγνυμι II), τοποθετημένος καλά μαζί με, συναρμολογημένος, δυνατός, σε Ομήρ. Ιλ.· κύματι πηγῷ, σε δυνατό, μεγάλο κύμα, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πηγός: -ή, -όν, (πήγνυμι ΙΙ) εὐπαγής, ἵππους πηγούς, «εὐτραφεῖς, εὐπαγεῖς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 124· κύματι πηγῷ, ἐπὶ ἰσχυροῦ, μεγάλου κύματος (πρβλ. κῦμα τρόφι, τροφόεν), Ὀδ. Ε. 388. Ψ. 235. ΙΙ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «πηγόν· οἱ μὲν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν»: καὶ οὕτως ὁ Εὐστ. 403. 43, πρβλ. 740. 50., 1539. 42· καὶ ἡ ἔννοια τοῦ λευκοῦ ἀπαντᾷ ἐν τῷ: πλόκος πηγὸς (Λυκόφρων 336), καί: κύνας ἥμισυ πηγούς, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκοὺς (Καλλ. εἰς Ἄρτ. 90)· ― περὶ τοῦ ἐν Στράτωνος «Φοινικίδῃ» 1. 36 πηγὸς πάρεστι ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
πήγνυμι II]
well put together, compact, strong, Il.; κύματι πηγῶι on the strong, big wave, Od.