πλωάς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ploas
|Transliteration C=ploas
|Beta Code=plwa/s
|Beta Code=plwa/s
|Definition=άδος, ἡ<b class="b3">, (πλώω)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[πλώουσα]], [[sailing]] or [[floating about]], ὄρνιθες <span class="bibl">A.R.2.1053</span> (<span class="bibl"><span class="title">EM</span>731.40</span>, but [[πλωίδας]] codd.):—also πλωϊάδες νεφέλαι Thphr. ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες [[νῆσοι]] ([[πλοάδες]] codd.) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[floating]] islands in Lake Copais, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.10.2</span>, <span class="bibl">4.12.4</span>.</span>
|Definition=πλωάδος, ἡ, ([[πλώω]]) = [[πλώουσα]], [[sailing]] or [[floating about]], ὄρνιθες A.R.2.1053 (''EM''731.40, but [[πλωίδας]] codd.):—also [[πλωϊάδες]] νεφέλαι [[Theophrastus|Thphr.]] ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες [[νῆσοι]] ([[πλοάδες]] codd.) [[floating]] islands in Lake Copais, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.10.2, 4.12.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλωάς''': -άδος, ἡ, ([[πλώω]]) = πλώουσα, ἡ πλέουσα ἢ ἐπιπλέουσα, ὄρνιθες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054 (ἴδε ἐν λ. [[πτωκάς]])· οὕτω, πλωϊάδες νεφέλαι Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292C· αἱ πλοάδες νῆσοι (ἀναγν. πλωάδες), αἱ τῶν Ἁρπυιῶν νῆσοι ἐν τῷ Αἰγαίῳ, αἱ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] κληθεῖσαι Στροφάδες, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 2., 4. 12, 4.
|lstext='''πλωάς''': -άδος, ἡ, ([[πλώω]]) = πλώουσα, ἡ πλέουσα ἢ ἐπιπλέουσα, ὄρνιθες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054 (ἴδε ἐν λ. [[πτωκάς]])· οὕτω, πλωϊάδες νεφέλαι Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292C· αἱ πλοάδες νῆσοι (ἀναγν. πλωάδες), αἱ τῶν Ἁρπυιῶν νῆσοι ἐν τῷ Αἰγαίῳ, αἱ μετὰ [[ταῦτα]] κληθεῖσαι Στροφάδες, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 2., 4. 12, 4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πλωϊάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που πλέει, η επιπλέουσα<br /><b>2.</b> αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη<br /><b>3.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλωάς</i> ή <i>Πλωϊάς</i><br />[[ονομασία]] του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα<br />β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ι</i>)<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λειμων</i>-<i>ιάς</i>)].
|mltxt=και [[πλωϊάς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που πλέει, η επιπλέουσα<br /><b>2.</b> αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη<br /><b>3.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Πλωάς</i> ή <i>Πλωϊάς</i><br />[[ονομασία]] του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα<br />β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ι</i>)<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[λειμωνιάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλωάς Medium diacritics: πλωάς Low diacritics: πλωάς Capitals: ΠΛΩΑΣ
Transliteration A: plōás Transliteration B: plōas Transliteration C: ploas Beta Code: plwa/s

English (LSJ)

πλωάδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, sailing or floating about, ὄρνιθες A.R.2.1053 (EM731.40, but πλωίδας codd.):—also πλωϊάδες νεφέλαι Thphr. ap. Plu.2.292c; αἱ πλωάδες νῆσοι (πλοάδες codd.) floating islands in Lake Copais, Thphr. HP 4.10.2, 4.12.4.

German (Pape)

[Seite 639] ἡ, = πλώουσα, Sp., die schwimmende, herumirrende, unstäte, νεφέλη, s. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πλωάς: -άδος, ἡ, (πλώω) = πλώουσα, ἡ πλέουσα ἢ ἐπιπλέουσα, ὄρνιθες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054 (ἴδε ἐν λ. πτωκάς)· οὕτω, πλωϊάδες νεφέλαι Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292C· αἱ πλοάδες νῆσοι (ἀναγν. πλωάδες), αἱ τῶν Ἁρπυιῶν νῆσοι ἐν τῷ Αἰγαίῳ, αἱ μετὰ ταῦτα κληθεῖσαι Στροφάδες, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 2., 4. 12, 4.

Greek Monolingual

και πλωϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα
2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη
3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς
ονομασία του αστερισμού Μεγάλη Άρκτος
4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» — περιφερόμενα σύννεφα
β) «πλωάδες νῆσοι» — τα νησιά όπου κατοικούσαν οι Άρπυιες, οι Στροφάδες Νήσοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + επίθημα -(ι)άς (πρβλ. λειμωνιάς)].