πτυκτός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptyktos | |Transliteration C=ptyktos | ||
|Beta Code=ptukto/s | |Beta Code=ptukto/s | ||
|Definition= | |Definition=πτυκτή, πτυκτόν, ([[πτύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[folded]], <b class="b3">πίναξ π.</b> [[folding]] tablet, Il.6.169, cf. Aristid.''Or.''17(15).22 (pl.), Hdn.7.6.5 (pl.).<br><span class="bld">2</span> generally, [[capable of being folded]] or [[doubled up]], [[κλῖμαξ]], [[πύργος]], App.''Hisp.'' 94, ''BC''5.36.<br><span class="bld">II</span> πτυκτόν, τό, [[folded bandage]], Paul.Aeg.6.90. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />plié, mis en double ; πτυκτὸς [[πίναξ]], tablette pliée en deux, <i>càd</i> à deux placards se fermant l'un sur l'autre, <i>particul.</i> tablette à écrire.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πτυκτός -ή -όν [πτύσσω] dichtgevouwen:. γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ hij schreef in een dichtgevouwen schrijftablet Il. 6.169. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πτυκτός:''' [adj. verb. к [[πτύσσω]] складывающийся, складной ([[πίναξ]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πτυκτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[πυκτός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, [[διπλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτυκτόν</i><br />η διπλωμένη [[γάζα]] σε [[πληγή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πίναξ]] [[πτυκτός]]» — [[δέλτος]] διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν | |mltxt=-ή, -ό / [[πτυκτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[πυκτός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, [[διπλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτυκτόν</i><br />η διπλωμένη [[γάζα]] σε [[πληγή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πίναξ]] [[πτυκτός]]» — [[δέλτος]] διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν πτυκτοῖς πίναξι», <b>Ηρωδιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύσσω]]. <i>Ο</i> τ. [[πυκτός]] με προληπτική [[ανομοίωση]] του πρώτου -<i>τ</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πτυκτός:''' -ή, -όν ([[πτύσσω]]), διπλωμένος, πτυκτὸς [[πίναξ]], [[δύο]] διπλωμένες ξύλινες πινακίδες, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πτυκτός:''' -ή, -όν ([[πτύσσω]]), διπλωμένος, πτυκτὸς [[πίναξ]], [[δύο]] διπλωμένες ξύλινες πινακίδες, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πτυκτός''': -ή, -όν, ([[πτύσσω]]) δεδιπλωμένος, πτ. [[πίναξ]] (ὡς τὰ [[μετέπειτα]] δίπτυχα) [[δέλτος]] διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], τὸ ἀρχαιότατον [[εἶδος]] τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ [[τότε]] δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. [[σῆμα]], καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) [[καθόλου]] ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πτυκτός]], ή, όν [[πτύσσω]]<br />[[folded]], πτ. [[πίναξ]] folding tablets, Il. | |mdlsjtxt=[[πτυκτός]], ή, όν [[πτύσσω]]<br />[[folded]], πτ. [[πίναξ]] folding tablets, Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
πτυκτή, πτυκτόν, (πτύσσω)
A folded, πίναξ π. folding tablet, Il.6.169, cf. Aristid.Or.17(15).22 (pl.), Hdn.7.6.5 (pl.).
2 generally, capable of being folded or doubled up, κλῖμαξ, πύργος, App.Hisp. 94, BC5.36.
II πτυκτόν, τό, folded bandage, Paul.Aeg.6.90.
German (Pape)
[Seite 811] gefaltet, zusammengelegt; γράψας έν πίνακι πτυκτῷ, Il. 6, 169, zwei zusammengelegte Holztafeln, auf deren innerer Seite Zeichen eingegraben wurden, die älteste Art von Schreibtafeln; – τὸ πτυκτόν, zusammengefaltetes Stück Zeug, Medic.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plié, mis en double ; πτυκτὸς πίναξ, tablette pliée en deux, càd à deux placards se fermant l'un sur l'autre, particul. tablette à écrire.
Étymologie: πτύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτυκτός -ή -όν [πτύσσω] dichtgevouwen:. γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ hij schreef in een dichtgevouwen schrijftablet Il. 6.169.
Russian (Dvoretsky)
πτυκτός: [adj. verb. к πτύσσω складывающийся, складной (πίναξ Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ή, -ό / πτυκτός, -ή, -όν, ΝΑ, και πυκτός, -ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, διπλωτός
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτυκτόν
η διπλωμένη γάζα σε πληγή
2. φρ. «πίναξ πτυκτός» — δέλτος διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες που έκλειναν και σφραγίζονταν (α. «σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ», Ομ. Ιλ.
β. «οἷς ἔδωκε κατασεσημασμένα γράμματα ἐν πτυκτοῖς πίναξι», Ηρωδιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύσσω. Ο τ. πυκτός με προληπτική ανομοίωση του πρώτου -τ-].
Greek Monotonic
πτυκτός: -ή, -όν (πτύσσω), διπλωμένος, πτυκτὸς πίναξ, δύο διπλωμένες ξύλινες πινακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
πτυκτός: -ή, -όν, (πτύσσω) δεδιπλωμένος, πτ. πίναξ (ὡς τὰ μετέπειτα δίπτυχα) δέλτος διπλωτή, συνισταμένη ἐκ δύο λεπτῶν ξυλίνων πινακίδων, αἵτινες ἐδιπλώνοντο ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλην, τὸ ἀρχαιότατον εἶδος τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, πόρεν δ’ ὅ γε σήματα λυγρὰ γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ, ἐγχαράξας ἐν δεδιπλωμένῳ πίνακι σημεῖα λυγρά, Ἰλ. Ζ. 169· ἂν καὶ τότε δὲν ἐχρησίμευε πρὸς γραφήν, ἰδὲ ἐν λέξ. σῆμα, καὶ πρβλ. Wolf Proleg. σ. lxxxii κἑξ. 2) καθόλου ὁ δυνάμενος νὰ διπλωθῇ, κλῖμαξ, κτλ. (πρβλ. πτύσσωΙΙ), Ἀππ. Ἰβηρ. 91, Ἐμφυλ. 5. 36. ΙΙ. πτυκτόν, τό, εἶδος ἐπιδέσμου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ., πρβλ. τὸ ἑπόμ.