τριχόβρως: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichovros | |Transliteration C=trichovros | ||
|Beta Code=trixo/brws | |Beta Code=trixo/brws | ||
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, | |Definition=ωτος, ὁ, ἡ, [[eating hair]]: hence [[τριχόβρωτες]], = [[σῆτες]] or [[θρῖπες]], [[moths]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1111 (τριχοβρῶτες Poll.2.24; both accents admitted by Sch.Ar. [[l.c.]] (1110)). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; οἱ τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριχόβρως -ωτος [[[θρίξ]], [[βιβρώσκω]]] haar-vretend (motten). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ωτος, od. [[richtiger]] τριχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, <i>[[Haare]] [[fressend]], [[Motten]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 1076; vgl. Poll. 2.24. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''τρῐχόβρως:''' ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α<br />αυτός που τρώει τις [[τρίχες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> μεταδοτική [[πάθηση]] του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>oἱ τριχόβρωτες</i> και <i>τριχοβρῶτες</i><br />οι σκόροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), | |mltxt=-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α<br />αυτός που τρώει τις [[τρίχες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> μεταδοτική [[πάθηση]] του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>oἱ τριχόβρωτες</i> και <i>τριχοβρῶτες</i><br />οι σκόροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βρώς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώω]]»), [[πρβλ]]. [[παιδοβρώς]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐχόβρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει [[τρίχες]], ο [[τριχοφάγος]]· απ' όπου, τριχόβρωτες = [[σῆτες]] ή <i>θρῖπες</i>, [[σκόρος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τρῐχόβρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει [[τρίχες]], ο [[τριχοφάγος]]· απ' όπου, τριχόβρωτες = [[σῆτες]] ή <i>θρῖπες</i>, [[σκόρος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar. | |mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.Ach.1111 (τριχοβρῶτες Poll.2.24; both accents admitted by Sch.Ar. l.c. (1110)).
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
qui mange les poils ; οἱ τριχόβρωτες sorte de teignes, insecte.
Étymologie: θρίξ, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).
German (Pape)
ωτος, od. richtiger τριχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, Haare fressend, Motten, Ar. Ach. 1076; vgl. Poll. 2.24.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχόβρως: ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph.
Greek Monolingual
-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α
αυτός που τρώει τις τρίχες
νεοελλ.
ιατρ. μεταδοτική πάθηση του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες
οι σκόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδοβρώς].
Greek Monotonic
τρῐχόβρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει τρίχες, ο τριχοφάγος· απ' όπου, τριχόβρωτες = σῆτες ή θρῖπες, σκόρος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχόβρως: -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· ἐντεῦθεν τριχόβρωτες, = σῆτες ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
Middle Liddell
τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,
eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.