κοπώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopodis
|Transliteration C=kopodis
|Beta Code=kopw/dhs
|Beta Code=kopw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wearying]], [[wearing]], [[πυρετοί]] [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.142</span>; βάρη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>881a19</span> (Comp.); <b class="b3">βαρὺ καὶ κ</b>. (sc. <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b>) [[causing pain]], <span class="bibl">Alex.198</span>; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί <span class="bibl">Procop. <span class="title">Arc.</span>13</span>: c.gen., <b class="b3">κ. ὑποχονδρίων</b> [[causing pain in]]... <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[wearisome]], [[boring]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>58</span>, Plu.2.47f; [[φράσις]] ib. 1011a. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[wearied]], [[worn out]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.38</span>, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.</span>
|Definition=κοπῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[wearying]], [[wearing]], [[πυρετοί]] [[varia lectio|v.l.]] in Hp.''Prorrh.''1.142; βάρη Arist.''Pr.''881a19 (Comp.); <b class="b3">βαρὺ καὶ κ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ ὕδωρ</b>) [[causing pain]], Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. ''Arc.''13: c.gen., <b class="b3">κ. ὑποχονδρίων</b> [[causing pain in]]... Hp.''Acut.''16.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[wearisome]], [[boring]], D.H.''Dem.''58, Plu.2.47f; [[φράσις]] ib. 1011a.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[wearied]], [[worn out]], Hp.''Prorrh.''1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1484.png Seite 1484]] [[ermüdend]], [[mühselig]]; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1484.png Seite 1484]] [[ermüdend]], [[mühselig]]; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[fatigant]].<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[утомительный]], [[обременительный]] (βάρη Arst.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[тяжелый]], [[тяжеловесный]] ([[φράσις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κοπιαστικός, [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ [[ὕδωρ]]) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· [[μετὰ]] γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, [[βαρύς]], Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.
|lstext='''κοπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κοπιαστικός, [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ [[ὕδωρ]]) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, [[βαρύς]], Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπώδης]], -ες (Α) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί κόπο, [[κοπιαστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε [[κάτι]] («[[κοπώδης]] υποχοδρίων», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]], [[βαρύς]] («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καταπονημένος, κουρασμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπωδέστερον</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — [[είμαι]] περισσότερο καταπονημένος.
|mltxt=[[κοπώδης]], -ες (Α) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί κόπο, [[κοπιαστικός]], [[επίπονος]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε [[κάτι]] («[[κοπώδης]] υποχοδρίων», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενοχλητικός]], [[φορτικός]], [[βαρύς]] («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) καταπονημένος, κουρασμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοπωδέστερον</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — [[είμαι]] περισσότερο καταπονημένος.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''κοπώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> утомительный, обременительный (βάρη Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. тяжелый, тяжеловесный ([[φράσις]] Plut.).
|trtx====[[toilsome]]===
}}
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: [[bewerkelijk]], [[arbeidsintensief]], [[laborieus]]; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: [[arbeitsintensiv]], [[mühselig]], [[mühsam]], [[anstrengend]], [[schwer]]; Ancient Greek: [[ἀτμένιος]], [[βαρύμοχθος]], [[διάπονος]], [[δυσπονής]], [[δύσπονος]], [[ἔμμοχθος]], [[ἔμπονος]], [[ἐπίμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[εὔπονος]], [[καματηρός]], [[καματῶδες]], [[καματώδης]], [[μογερός]], [[ὀιζυρός]], [[ὀϊζυρός]], [[πολύμοχθος]], [[πολύπονος]], [[πονηρός]], [[πονικός]], [[πονόεις]], [[ταλαπενθής]], [[φιλόπονος]]; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: [[laboriosus]]; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: [[laborioso]], [[trabalhoso]]; Romanian: laborios; Russian: [[трудоёмкий]], [[трудный]], [[тяжёлый]], [[напряжённый]], [[утомительный]]; Spanish: [[laborioso]]; Swedish: mödosam, tung
{{elnl
|elnltext=κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 1 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπώδης Medium diacritics: κοπώδης Low diacritics: κοπώδης Capitals: ΚΟΠΩΔΗΣ
Transliteration A: kopṓdēs Transliteration B: kopōdēs Transliteration C: kopodis Beta Code: kopw/dhs

English (LSJ)

κοπῶδες,
A wearying, wearing, πυρετοί v.l. in Hp.Prorrh.1.142; βάρη Arist.Pr.881a19 (Comp.); βαρὺ καὶ κ. (sc. τὸ ὕδωρ) causing pain, Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. Arc.13: c.gen., κ. ὑποχονδρίων causing pain in... Hp.Acut.16.
2 metaph., wearisome, boring, D.H.Dem.58, Plu.2.47f; φράσις ib. 1011a.
II Pass., wearied, worn out, Hp.Prorrh.1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.

German (Pape)

[Seite 1484] ermüdend, mühselig; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
fatigant.
Étymologie: κόπος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.

Russian (Dvoretsky)

κοπώδης:
1 утомительный, обременительный (βάρη Arst.);
2 перен. тяжелый, тяжеловесный (φράσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κοπώδης: -ες, (εἶδος) κοπιαστικός, φορτικός, ὀχληρός, κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ ὕδωρ) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, βαρύς, Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.

Greek Monolingual

κοπώδης, -ες (Α) κόπος
1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος
2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτικοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)
3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)
4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.
επίρρ...
κοπωδέστερον (Α)
φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung