πρότιμος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protimos
|Transliteration C=protimos
|Beta Code=pro/timos
|Beta Code=pro/timos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[most honoured]], <span class="bibl">Xenoph.2.17</span>: abs., <b class="b3">π. λίθοι</b> [[precious]] stones, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>947d</span>; προτιμότερον τῶν χρημάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Erx.</span>393d</span> (v.l.), cf. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 6.10.2</span>, Luc.D Deor.5.3, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>8.4</span> (s. v.l.), <span class="bibl">D.C.47.31</span>.</span>
|Definition=πρότιμον, [[most honoured]], Xenoph.2.17: abs., <b class="b3">π. λίθοι</b> [[precious]] stones, [[varia lectio|v.l.]] in [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''947d; προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.''Erx.''393d ([[varia lectio|v.l.]]), cf. J.''AJ'' 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.''NA''8.4 ([[si vera lectio|s. v.l.]]), D.C.47.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plus honoré, plus estimé que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρότῑμος:''' тж. compar.<br /><b class="num">1</b> [[более ценный]], [[предпочтительный]] (τῶν χρημάτων Plat.; [[τέχνη]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[драгоценный]] (λίθοι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρότῑμος''': -ον, ([[τιμή]]) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος [[τιμῆς]] [[ἄξιος]] ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.
|lstext='''πρότῑμος''': -ον, ([[τιμή]]) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος [[τιμῆς]] [[ἄξιος]] ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plus honoré, plus estimé que, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τιμή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον [[άλλο]] ή ο [[άξιος]] περισσότερης [[τιμής]] («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για λίθους) [[πολύτιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον [[άλλο]] ή ο [[άξιος]] περισσότερης [[τιμής]] («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για λίθους) [[πολύτιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[έντιμος]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.
|elnltext=πρότιμος -ον &#91;[[πρό]], [[τιμή]]] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πρότῑμος:''' тж. compar.<br /><b class="num">1)</b> более ценный, предпочтительный (τῶν χρημάτων Plat.; [[τέχνη]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> драгоценный (λίθοι Plat.).
}}
}}

Latest revision as of 13:27, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότῑμος Medium diacritics: πρότιμος Low diacritics: πρότιμος Capitals: ΠΡΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: prótimos Transliteration B: protimos Transliteration C: protimos Beta Code: pro/timos

English (LSJ)

πρότιμον, most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg.947d; προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx.393d (v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.

German (Pape)

[Seite 793] vor Andern geehrt, vorzüglich; λίθοι, Plat. Legg. XII, 947 d; οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τό περ ἔστι πρότιμον ῥώμης, ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει, Xenophan. bei Ath. X, 414 b; προτιμότερον, Ael. H. A. 8, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plus honoré, plus estimé que, gén..
Étymologie: πρό, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

πρότῑμος: тж. compar.
1 более ценный, предпочтительный (τῶν χρημάτων Plat.; τέχνη Luc.);
2 драгоценный (λίθοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πρότῑμος: -ον, (τιμή) ὁ ὑπέρ τινα τιμώμενος, πλείονος τιμῆς ἄξιος ἤ..., τινος Ξενοφάν. (2. 17) παρ᾿ Ἀθην. 414Β· προτιμότερον τῶν χρημάτων Πλάτ. Ἐρυξ. 393D· ἀπολ., πρ. λίθοι, πολύτιμοι λίθοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 947D, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 4, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 7, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 107.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ' ἀνδρῶν ἔργ' ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.)
2. (για λίθους) πολύτιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. έντιμος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρότιμος -ον [πρό, τιμή] verkozen, gesteld boven: comp.. προτιμότερον τοῦ νέκταρος... τὸ φίλημα εἶναι dat zijn kus verkieslijker is dan nectar Luc. 68.3.