Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyroma
|Transliteration C=thyroma
|Beta Code=qu/rwma
|Beta Code=qu/rwma
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[doorway]] (including posts, sill, and lintel), <span class="title">IG</span>12.372.78, 11(2).287 <span class="title">A</span> 77 (Delos, iii B.C.), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.14.1</span>, <span class="bibl">Callix. 2</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[θύρετρα; τὸ μέγα θ]]. <span class="title">OGI</span>193.10 (Branchidae); <b class="b3">τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ</b>. ib.734 (Egypt, ii B.C.); <b class="b3">διξὰ θ</b>. <span class="bibl">Hdt.2.169</span>: pl., also in <span class="bibl">Th.3.68</span>, <span class="bibl">Lys.19.31</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>280d</span>, <span class="bibl">D.21.167</span>; τὰ θ. ἀποσπάσας <span class="bibl">Id.29.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[panel]], [[tablet]], Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. <span class="bibl">4.1.138</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in pl., [[planks]], [[boards]], <span class="bibl">D.S.20.86</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[window]], <span class="bibl">LXX<span class="title">3 Ki.</span>7.42(5)</span> (pl.).</span>
|Definition=[ῠ], ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[doorway]] (including posts, sill, and lintel), ''IG''12.372.78, 11(2).287 ''A'' 77 (Delos, iii B.C.), [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.14.1, Callix. 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θύρετρα; τὸ μέγα θ]]. ''OGI''193.10 (Branchidae); <b class="b3">τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ.</b> ib.734 (Egypt, ii B.C.); <b class="b3">διξὰ θ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3.<br><span class="bld">II</span> [[panel]], [[tablet]], Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138.<br><span class="bld">2</span> in plural, [[planks]], [[boards]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.86.<br><span class="bld">III</span> [[window]], [[LXX]] ''3 Ki.''7.42(5) (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chambre garnie de portes;<br /><b>2</b> porte avec ses jambages, ses gonds, <i>etc.</i><br /><b>3</b> fenêtre.<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[chambre garnie de portes]];<br /><b>2</b> porte avec ses jambages, ses gonds, <i>etc.</i><br /><b>3</b> [[fenêtre]].<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[θύρωμα]]) [[θυρώ]]<br />το [[πλαίσιο]] θύρας ή παραθύρου, το [[περβάζι]], το [[κούφωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα ανοίγματα που αφήνονται στην [[οικοδομή]] και χρησιμοποιούνται για [[εντοίχιση]] τών [[θυρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή [[ξύλο]] την οποία χρησιμοποιούσαν για τη [[χάραξη]] νόμου ή για την [[ανάρτηση]] πλάκας [[πάνω]] στην οποία ήταν χαραγμένος ο [[νόμος]], [[πινακίδα]]<br /><b>2.</b> [[σανίδωμα]] για προσωρινό φραγμό, [[μπάρα]]<br /><b>3.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[θυρώματα]]<br />[[σπηλαιώδης]] [[εσοχή]] σαν [[δωμάτιο]] στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με [[θύρα]] και χρησίμευε για την [[απόθεση]] λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.
|mltxt=το (Α [[θύρωμα]]) [[θυρώ]]<br />το [[πλαίσιο]] θύρας ή παραθύρου, το [[περβάζι]], το [[κούφωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />τα ανοίγματα που αφήνονται στην [[οικοδομή]] και χρησιμοποιούνται για [[εντοίχιση]] τών [[θυρών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή [[ξύλο]] την οποία χρησιμοποιούσαν για τη [[χάραξη]] νόμου ή για την [[ανάρτηση]] πλάκας [[πάνω]] στην οποία ήταν χαραγμένος ο [[νόμος]], [[πινακίδα]]<br /><b>2.</b> [[σανίδωμα]] για προσωρινό φραγμό, [[μπάρα]]<br /><b>3.</b> [[παράθυρο]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[θυρώματα]]<br />[[σπηλαιώδης]] [[εσοχή]] σαν [[δωμάτιο]] στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με [[θύρα]] και χρησίμευε για την [[απόθεση]] λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύρωμα Medium diacritics: θύρωμα Low diacritics: θύρωμα Capitals: ΘΥΡΩΜΑ
Transliteration A: thýrōma Transliteration B: thyrōma Transliteration C: thyroma Beta Code: qu/rwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,
A doorway (including posts, sill, and lintel), IG12.372.78, 11(2).287 A 77 (Delos, iii B.C.), Thphr. HP 3.14.1, Callix. 2, Hsch. s.v. θύρετρα; τὸ μέγα θ. OGI193.10 (Branchidae); τὸ πρόπυλον καὶ τὸ θ. ib.734 (Egypt, ii B.C.); διξὰ θ. Hdt.2.169: pl., also in Th.3.68, Lys.19.31, Pl.Plt. 280d, D.21.167; τὰ θ. ἀποσπάσας Id.29.3.
II panel, tablet, Diotog. ap. Stob.4.1.96; τὸν νόμον οὐκ ἐν οἰκήμασι καὶ θυρώμασι ἐνῆμεν δεῖ, ἀλλ' ἐν τοῖς ἤθεσι Archyt. ap. eund. 4.1.138.
2 in plural, planks, boards, D.S.20.86.
III window, LXX 3 Ki.7.42(5) (pl.).

German (Pape)

[Seite 1228] τό, ein mit Thüren versehener Raum, Zimmer, Her. 2, 169. – Das als Thür Gebrauchte, die Thür, bes. im plur., Thuc. 3, 68; Lys. 19, 31; τὰ θυρώματα ἀποσπάσας Dem. 29, 3; Sp., wie D. Sic. 5, 46. – Von thürförmigen Gesetztafeln, Archyt. Stob. Flor. 43, 95. 134. – Auch = θυρίς, D. Sic. 20, 86.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chambre garnie de portes;
2 porte avec ses jambages, ses gonds, etc.
3 fenêtre.
Étymologie: θυρόω.

Greek Monolingual

το (Α θύρωμα) θυρώ
το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα
νεοελλ.
τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών
αρχ.
1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία χρησιμοποιούσαν για τη χάραξη νόμου ή για την ανάρτηση πλάκας πάνω στην οποία ήταν χαραγμένος ο νόμος, πινακίδα
2. σανίδωμα για προσωρινό φραγμό, μπάρα
3. παράθυρο
4. στον πληθ. τὰ θυρώματα
σπηλαιώδης εσοχή σαν δωμάτιο στον τοίχο κτηρίου ή στοάς ή αίθουσας, η οποία ήταν κλεισμένη με θύρα και χρησίμευε για την απόθεση λάρνακας, σαρκοφάγου ή άλλου αγγείου, δοχείου ή σκεύους.