ὁλκαῖος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olkaios | |Transliteration C=olkaios | ||
|Beta Code=o(lkai=os | |Beta Code=o(lkai=os | ||
|Definition= α, ον, (ὁλκή) < | |Definition= α, ον, ([[ὁλκή]])<br><span class="bld">A</span> [[drawn along]], [[towed]], of a ship (cf. [[ὁλκάς]]), Nic.''Th.''268: hence, [[trailing]], [[dragging]], [[σειρή]], of a serpent, ib.119; [[ἀτραπός]] ib.160; κακά Lyc.216.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] ὁλκαία, Ion. [[ὁλκαίη]], ἡ, [[tail]], because it is [[trailed along]], Nic. ''Th.''123, 225, A.R.4.1614 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀλκαία]], which Schn. writes in Nic. ll. cc.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange, kriechend, schleichend; Nic. oft, wie Ther. 267, von der Natter ib. 118 [[παλίγκοτος]] ἀντομένοισι δάγματι πλειοτέρῃ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν, Schol. ἑλκομένην. οὐράν; dah. ἡ [[ὁλκαία]] geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird, αἵθ' ὑπὸ ταύρου ὁλκαίην ψαίρουσαι ὀλίζωνες φορέονται, Ther. 122; Ap. Rh. 4, 1614; Callim. frg. 547; – τὸ [[ὁλκαῖον]], jeder | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0323.png Seite 323]] gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange, kriechend, schleichend; Nic. oft, wie Ther. 267, von der Natter ib. 118 [[παλίγκοτος]] ἀντομένοισι δάγματι πλειοτέρῃ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν, Schol. ἑλκομένην. οὐράν; dah. ἡ [[ὁλκαία]] geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird, αἵθ' ὑπὸ ταύρου ὁλκαίην ψαίρουσαι ὀλίζωνες φορέονται, Ther. 122; Ap. Rh. 4, 1614; Callim. frg. 547; – τὸ [[ὁλκαῖον]], jeder Teil eines Körpers, der nachgeschleppt wird, auch der Bauch des Schiffes, u. übh. jedes bauchige, weite Gefäß, Wanne, Pokal u. dgl. – Vgl. auch [[ὁλκεῖον]] u. [[ὁλκίον]]. – Das Wort scheint nur der spätern Dichtersprache anzugehören. – Poll. 6, 99 erkl. [[ὁλκαῖον]], ἐν ᾡ τὰ ἐκπώματα ἐναπονίπτουσιν. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁλκαῖος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) αυτός που έρπει<br /><b>3.</b> (για δρόμο) [[οφιοειδής]] («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[διαδοχικός]] («[[λεύσσω]] [[πάλαι]] δὴ | |mltxt=ὁλκαῖος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) αυτός που έρπει<br /><b>3.</b> (για δρόμο) [[οφιοειδής]] («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[διαδοχικός]] («[[λεύσσω]] [[πάλαι]] δὴ σπεῖραν ὁλκαίων κακῶν», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὁλκαία]], -<i>αίη</i><br />η [[ουρά]] του λιονταριού, [[επειδή]] σύρεται<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁλκαῖον</i><br />α) [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] [[μέσα]] στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. [[ολκείον]]<br />β) η [[πρύμνη]] του πλοίου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
α, ον, (ὁλκή)
A drawn along, towed, of a ship (cf. ὁλκάς), Nic.Th.268: hence, trailing, dragging, σειρή, of a serpent, ib.119; ἀτραπός ib.160; κακά Lyc.216.
II as substantive ὁλκαία, Ion. ὁλκαίη, ἡ, tail, because it is trailed along, Nic. Th.123, 225, A.R.4.1614 (v.l. ἀλκαία, which Schn. writes in Nic. ll. cc.).
German (Pape)
[Seite 323] gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange, kriechend, schleichend; Nic. oft, wie Ther. 267, von der Natter ib. 118 παλίγκοτος ἀντομένοισι δάγματι πλειοτέρῃ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν, Schol. ἑλκομένην. οὐράν; dah. ἡ ὁλκαία geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird, αἵθ' ὑπὸ ταύρου ὁλκαίην ψαίρουσαι ὀλίζωνες φορέονται, Ther. 122; Ap. Rh. 4, 1614; Callim. frg. 547; – τὸ ὁλκαῖον, jeder Teil eines Körpers, der nachgeschleppt wird, auch der Bauch des Schiffes, u. übh. jedes bauchige, weite Gefäß, Wanne, Pokal u. dgl. – Vgl. auch ὁλκεῖον u. ὁλκίον. – Das Wort scheint nur der spätern Dichtersprache anzugehören. – Poll. 6, 99 erkl. ὁλκαῖον, ἐν ᾡ τὰ ἐκπώματα ἐναπονίπτουσιν.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλκαῖος: -α, -ον, (ἕλκω, ὁλκὴ) ὁ συρόμενος, ῥυμουλκούμενος, ἐπὶ πλοίου (πρβλ. ὁλκάς), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1314, Νικ. Θ. 268· - ἐντεῦθεν, ὁ συρόμενος, ἕρπων, ἐπὶ ὄφεων, αὐτόθι 118, 163· κακὰ Λυκόφρ. 216. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁλκαία, Ἰων. ὁλκαίη, ἡ, οὐρά, ὡς ἑλκομένη, συρομένη, Νικ. Θ. 123, 225, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614 (ἔνθα ἄλλοτε ἀλκαία). 2) ὁλκαῖον, τό, ἴδε ἐν λ. ὁλκεῖον.
Greek Monolingual
ὁλκαῖος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) ολκή
1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται
2. (για φίδι) αυτός που έρπει
3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.)
4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός («λεύσσω πάλαι δὴ σπεῖραν ὁλκαίων κακῶν», Λυκόφρ.)
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁλκαία, -αίη
η ουρά του λιονταριού, επειδή σύρεται
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλκαῖον
α) μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. ολκείον
β) η πρύμνη του πλοίου.