ποθώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ποθώ]] -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] έντονα [[κάτι]] που στερήθηκα<br />(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη [[μάνα]] μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ [[μάτην]] καλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω έντονη ερωτική [[επιθυμία]] («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («τοιοῡτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. παθ. μτχ.) <i>τὸ ποθούμενω</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι επιθυμεί πολύ [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[απαιτώ]], έχω [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τί γὰρ ποθεῑ [[τράπεζα]]»; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. εν.) <i>τὸ ποθοῦν
|mltxt=[[ποθώ]] -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] έντονα [[κάτι]] που στερήθηκα<br />(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη [[μάνα]] μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ [[μάτην]] καλεῖς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω έντονη ερωτική [[επιθυμία]] («καὶ συνοῦσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («τοιοῦτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. παθ. μτχ.) <i>τὸ ποθούμενω</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι επιθυμεί πολύ [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[απαιτώ]], έχω [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τί γὰρ ποθεῖ [[τράπεζα]]»; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. εν.) <i>τὸ ποθοῦν
</i><br />ο [[πόθος]], η [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>ποθῶ</i> και [[πόθος]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghwodh</i> της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><sup>w</sup><i>edh</i>- «[[παρακαλώ]], [[ποθώ]], [[λαχταρώ]]». Την απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. [[θέσσασθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θεθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[λόγος]]: [[λέγω]], η λ. [[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φόθος</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Για την [[εναλλαγή]] του αρκτικού -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- <b>πρβλ.</b> [[θείνω]]: [[φόνος]], <b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]). Το ρ. [[ποθώ]] αποτελεί [[είτε]] ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. [[θέσσασθαι]] (<b>πρβλ.</b> [[στροφέω]]: [[στρέφω]]) [[είτε]] μετονοματικό παρ. της λ. [[πόθος]] (<b>πρβλ.</b> και το [[σύστημα]] [[φοβέω]]: [[φόβος]]: [[φέβομαι]])].
</i><br />ο [[πόθος]], η [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>ποθῶ</i> και [[πόθος]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghwodh</i> της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><sup>w</sup><i>edh</i>- «[[παρακαλώ]], [[ποθώ]], [[λαχταρώ]]». Την απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. [[θέσσασθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θεθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[λόγος]]: [[λέγω]], η λ. [[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φόθος</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Για την [[εναλλαγή]] του αρκτικού -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- <b>πρβλ.</b> [[θείνω]]: [[φόνος]], <b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]). Το ρ. [[ποθώ]] αποτελεί [[είτε]] ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. [[θέσσασθαι]] (<b>πρβλ.</b> [[στροφέω]]: [[στρέφω]]) [[είτε]] μετονοματικό παρ. της λ. [[πόθος]] (<b>πρβλ.</b> και το [[σύστημα]] [[φοβέω]]: [[φόβος]]: [[φέβομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

ποθώ -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α
1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα
(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῖς», Αριστοφ.)
2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῦσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)
3. επιθυμώ, λαχταρώ να κάνω κάτι («τοιοῦτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)
4. (το ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ποθούμενω(ν)
ό,τι επιθυμεί πολύ κάποιος
αρχ.
1. (για πράγμ.) απαιτώ, έχω ανάγκη από κάτι («τί γὰρ ποθεῖ τράπεζα»; Ευρ.)
2. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ποθοῦν
ο πόθος, η επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ποθῶ και πόθος ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ghwodh της ΙΕ ρίζας ghwedh- «παρακαλώ, ποθώ, λαχταρώ». Την απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. θέσσασθαι (< θεθ-σασ-θαι), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, κατά το σχήμα λόγος: λέγω, η λ. πόθος (< φόθος, με ανομοίωση τών δασέων. Για την εναλλαγή του αρκτικού -φ- και -θ- πρβλ. θείνω: φόνος, βλ. λ. θείνω). Το ρ. ποθώ αποτελεί είτε ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. θέσσασθαι (πρβλ. στροφέω: στρέφω) είτε μετονοματικό παρ. της λ. πόθος (πρβλ. και το σύστημα φοβέω: φόβος: φέβομαι)].