τυφώδης: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ες, 1) rauchartig, räucherig, dunstig. – 2) übertr., dumm, stumpfsinnig, betäubt, Galen. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] ες, 1) [[rauchartig]], [[räucherig]], [[dunstig]]. – 2) übertr., [[dumm]], [[stumpfsinnig]], [[betäubt]], Galen. u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 21:59, 8 April 2023
English (LSJ)
ες, (τῦφος) of persons in fever,
A delirious, Hp.Epid.4.2, al.; also of the fever, ib.2.5.16, Gal.6.850, Erot.
II metaph., deceitful, μονογνώμονες, τυφώδεις, δόλιοι Vett. Val.12.4, cf. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1166] ες, 1) rauchartig, räucherig, dunstig. – 2) übertr., dumm, stumpfsinnig, betäubt, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τῡφώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος καπνῷ. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, παραληρῶν, Ἱππ. 1120D, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ, «τυφοειδής», ὁ αὐτ. 1046C, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες / τυφώδης, -ῶδες, ΝΑ τῡφος
1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής
2. αλαζονικός, υπεροπτικός
νεοελλ.
φρ. «τυφώδης κατάσταση»
ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ' εξοχήν ο τυφοειδής πυρετός και ο εξανθηματικός τύφος
αρχ.
1. όμοιος με καπνό, ζοφώδης, ζοφερός
2. μτφ. (για άνθρωπο που έχει πυρετό) αυτός που παραληρεί, που έχει παραλήρημα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυφώδης -ες [τῦφος] in delirium. Hp.