στίβη: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "" to "ἡ")
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stivi
|Transliteration C=stivi
|Beta Code=sti/bh
|Beta Code=sti/bh
|Definition=[ῐ], ἡ,= [[στίμμι]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.118</span> B., <span class="title">AB</span>114. <span class="sense"><span class="bld">II</span> [[στιβή]], ἡ,= [[stipa]], Gloss. (fort. [[στοιβή]],= [[stuppa]]).</span><br /><span class="bld">στίβ-η</span> [ῑ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rime]], [[hoar frost]], <span class="bibl">Od.5.467</span>, <span class="bibl">17.25</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>33</span>. (Perh. cogn. with [[στέαρ]].) </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>= [[ἀνδράχνη]], Hsch.</span>
|Definition=[ῐ], ἡ, = [[στίμμι]], Phryn.''PS''p.118 B., ''AB''114.<br><span class="bld">II</span> [[στιβή]], ἡ, = [[stipa]], ''Glossaria'' (fort. [[στοιβή]], = [[stuppa]]).<br><span class="bld">στίβ-η</span> [ῑ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[rime]], [[hoar frost]], Od.5.467, 17.25, Call.''Epigr.''33. (Perh. cogn. with [[στέαρ]].)<br><span class="bld">II</span>= [[ἀνδράχνη]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] ἡ, 1) der gefrorene Thau, der Reif, bes. Morgenreif od. -frost, ὑπηοίη, Od. 17. 25. 5, 467 (von [[στείβω]], wie [[πάγος]], [[πάχνη]] von [[πήγνυμι]]). – 2) = [[στίβι]], B. A. 68. 114, Phot.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0943.png Seite 943]] ἡ, 1) der gefrorene Thau, der Reif, bes. Morgenreif od. -frost, ὑπηοίη, Od. 17. 25. 5, 467 (von [[στείβω]], wie [[πάγος]], [[πάχνη]] von [[πήγνυμι]]). – 2) = [[στίβι]], B. A. 68. 114, Phot.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στίβη''': [], ἡ, πεπηγυῖα [[δρόσος]], [[πάχνη]], Ὀδ. Ε. 467, Ρ. 25, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[στείβω]], ὡς τὸ [[πάγος]], [[πάχνη]], ἐκ τοῦ [[πήγνυμι]]).
|btext=ης (ἡ) :<br />[[gelée blanche]].<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στίβη -ης, ἡ [~ στείβω] [[vrieskou]], [[vorst]]:. μή μ (ε)... στίβη... κακὴ... δαμάσῃ als de bittere kou me maar niet fataal wordt Od. 5.467.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης (ἡ) :<br />gelée blanche.<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]].
|elrutext='''στίβη:''' (ῑ) ἡ [[иней]], [[изморозь]] Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(στει<&lt;><&gt;>βω): [[rime]], [[hoar]]-[[frost]], Od. 5.467 and Od. 17.25.
|auten=(στειβω): [[rime]], [[hoar]]-[[frost]], Od. 5.467 and Od. 17.25.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], [[πάχνη]] («μή μ' [[ἄμυδις]] [[στίβη]] τε κακὴ καὶ [[θῆλυς]] [[ἐέρση]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[πιέζω]]» [[αλλά]] εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -<i></i>-, πιθ. εκφραστικό (<b>πρβλ.</b> [[στῖφος]]). Η σημ. της λ. [[στίβη]] «παγωμένη πρωϊνή [[δροσιά]], [[πάχνη]]» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ακαμψία]] την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], όπως και η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «[[συμπαγής]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />το [[στίμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>στῖβι</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], [[πάχνη]] («μή μ' [[ἄμυδις]] [[στίβη]] τε κακὴ καὶ [[θῆλυς]] [[ἐέρση]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- του [[στείβω]] «[[πατώ]] με τα πόδια, [[πιέζω]]» [[αλλά]] εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό -<i></i>-, πιθ. εκφραστικό (<b>πρβλ.</b> [[στῖφος]]). Η σημ. της λ. [[στίβη]] «παγωμένη πρωϊνή [[δροσιά]], [[πάχνη]]» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ακαμψία]] την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή [[δροσιά]], όπως και η σημ. του επιθ. [[στιβαρός]] «[[συμπαγής]]» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. [[στείβω]] «[[συμπιέζω]], [[συμπυκνώνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />το [[στίμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του <i>στῖβι</i>, με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στίβη:''' [ῑ], ἡ ([[στείβω]];), παγωμένη [[δροσοσταλίδα]], [[πάχνη]], [[παγετός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''στίβη:''' [ῑ], ἡ ([[στείβω]];), παγωμένη [[δροσοσταλίδα]], [[πάχνη]], [[παγετός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στίβη:''' () иней, изморозь Hom.
|lstext='''στίβη''': [], ἡ, πεπηγυῖα [[δρόσος]], [[πάχνη]], Ὀδ. Ε. 467, Ρ. 25, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[στείβω]], ὡς τὸ [[πάγος]], [[πάχνη]], ἐκ τοῦ [[πήγνυμι]]).
}}
{{elnl
|elnltext=στίβη -ης, [~ στείβω] vrieskou, vorst:. μή μ ( ε )... στίβη... κακὴ... δαμάσῃ als de bittere kou me maar niet fataal wordt Od. 5.467.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῑ́βη, ἡ, [[στείβω]]?]<br />[[frozen]] dew, [[rime]], [[hoar]] [[frost]], Od.
|mdlsjtxt=στῑ́βη, ἡ, [[στείβω]]?]<br />[[frozen]] dew, [[rime]], [[hoar]] [[frost]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῑ́βη Medium diacritics: στίβη Low diacritics: στίβη Capitals: ΣΤΙΒΗ
Transliteration A: stíbē Transliteration B: stibē Transliteration C: stivi Beta Code: sti/bh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, = στίμμι, Phryn.PSp.118 B., AB114.
II στιβή, ἡ, = stipa, Glossaria (fort. στοιβή, = stuppa).
στίβ-η [ῑ], ἡ,
A rime, hoar frost, Od.5.467, 17.25, Call.Epigr.33. (Perh. cogn. with στέαρ.)
II= ἀνδράχνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, 1) der gefrorene Thau, der Reif, bes. Morgenreif od. -frost, ὑπηοίη, Od. 17. 25. 5, 467 (von στείβω, wie πάγος, πάχνη von πήγνυμι). – 2) = στίβι, B. A. 68. 114, Phot.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gelée blanche.
Étymologie: στείβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στίβη -ης, ἡ [~ στείβω] vrieskou, vorst:. μή μ (ε)... στίβη... κακὴ... δαμάσῃ als de bittere kou me maar niet fataal wordt Od. 5.467.

Russian (Dvoretsky)

στίβη: (ῑ) ἡ иней, изморозь Hom.

English (Autenrieth)

(στειβω): rime, hoar-frost, Od. 5.467 and Od. 17.25.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ' ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό --, πιθ. εκφραστικό (πρβλ. στῖφος). Η σημ. της λ. στίβη «παγωμένη πρωϊνή δροσιά, πάχνη» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ακαμψία την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή δροσιά, όπως και η σημ. του επιθ. στιβαρός «συμπαγής» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. στείβω «συμπιέζω, συμπυκνώνω»].
(II)
ἡ, Α
το στίμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του στῖβι, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

στίβη: [ῑ], ἡ (στείβω;), παγωμένη δροσοσταλίδα, πάχνη, παγετός, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

στίβη: [ῑ], ἡ, πεπηγυῖα δρόσος, πάχνη, Ὀδ. Ε. 467, Ρ. 25, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32. (Πιθαν. ἐκ τοῦ στείβω, ὡς τὸ πάγος, πάχνη, ἐκ τοῦ πήγνυμι).

Middle Liddell

στῑ́βη, ἡ, στείβω?]
frozen dew, rime, hoar frost, Od.