προστατήριος: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostatirios | |Transliteration C=prostatirios | ||
|Beta Code=prostath/rios | |Beta Code=prostath/rios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[standing before]], <b class="b3">δεῖμα π. καρδίας</b> fear [[hovering before]], or [[lording it over]], my heart, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''976 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[standing before]], [[protecting]], of Artemis, Id.''Th.''449; of [[Apollo]] as the [[tutelary]] [[god]] or (acc. to [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.) from his statue [[standing before]] the doors, S.''El.''637, Orac. ap. D.21.52, ''IG''22.674.6, al.; π. θεοί ''CIG''3530 (Cyme).<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ὁ Π.</b> (''[[sc.]]'' [[μήν]]), a Boeot, month, Plu.2.655e. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui se présente en avant :<br /><b>1</b> qui se tient devant, qui assiège, gén.;<br /><b>2</b> qui protège, protecteur, défenseur;<br /><b>3</b> qui | |btext=α, ον :<br />qui se présente en avant :<br /><b>1</b> qui se tient devant, qui assiège, gén.;<br /><b>2</b> [[qui protège]], [[protecteur]], [[défenseur]];<br /><b>3</b> [[qui précède]] ; ὁ Προστατήριος, le mois Prostatérios, <i>dans le calendrier béotien (p.-ê. l'attique</i> [[Ἀνθεστηριών]]).<br />'''Étymologie:''' [[προστατέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προστατεύει («[[προστατήριος]] [[θεός]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, του οποίου το [[άγαλμα]] ήταν τοποθετημένο [[μπροστά]] από τις θύρες<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστατήριος]]<br />(στη Βοιωτία) [[ονομασία]] ενός [[μήνα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «δεῖμα προστατήριον καρδίας» — [[φόβος]] που απειλεί να κυριεύσει την [[καρδιά]], την [[ψυχή]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προστατῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ( | |mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στέκεται [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που προστατεύει («[[προστατήριος]] [[θεός]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, του οποίου το [[άγαλμα]] ήταν τοποθετημένο [[μπροστά]] από τις θύρες<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστατήριος]]<br />(στη Βοιωτία) [[ονομασία]] ενός [[μήνα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «δεῖμα προστατήριον καρδίας» — [[φόβος]] που απειλεί να κυριεύσει την [[καρδιά]], την [[ψυχή]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προστατῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[εὐχητήριος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προστᾰτήριος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''προστᾰτήριος:'''<br /><b class="num">1</b> досл. стоящий напротив, осаждающий, перен. щемящий ([[δεῖμα]] προστατήριον καρδίας Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[стоящий впереди]], [[охраняющий]] ([[Ἄρτεμις]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=προστατήριος -α -ον [προστάτης] staand voor, met gen.: δεῖμα προστατήριον καρδίας angst die zich voor mijn hart bevindt Aeschl. Ag. 976. beschermend, [[epithet]] [[van Artemis en Apollo]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προστᾰτήριος, η, ον [from προστᾰτέω]<br /><b class="num">I.</b> [[standing]] [[before]], [[δεῖμα]] πρ. καρδίας [[fear]] hovering [[before]], or [[domineering]] [[over]], my [[heart]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[standing]] [[before]], [[protecting]], Aesch., Soph. | |mdlsjtxt=προστᾰτήριος, η, ον [from προστᾰτέω]<br /><b class="num">I.</b> [[standing]] [[before]], [[δεῖμα]] πρ. καρδίας [[fear]] hovering [[before]], or [[domineering]] [[over]], my [[heart]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[standing]] [[before]], [[protecting]], Aesch., Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:59, 29 October 2024
English (LSJ)
α, ον,
A standing before, δεῖμα π. καρδίας fear hovering before, or lording it over, my heart, A.Ag.976 (lyr.).
II standing before, protecting, of Artemis, Id.Th.449; of Apollo as the tutelary god or (acc. to Hsch., Phot.) from his statue standing before the doors, S.El.637, Orac. ap. D.21.52, IG22.674.6, al.; π. θεοί CIG3530 (Cyme).
III ὁ Π. (sc. μήν), a Boeot, month, Plu.2.655e.
German (Pape)
[Seite 781] α, ον, vorstehend, beschützend, Ἄρτεμις, Aesch. Spt. 431; vor der Seele stehend, vorschwebend, δεῖγμα προστατήριον καρδίας, 950; nach Phot. u. a. VLL. bes. Apollo, ἐπεὶ πρὸ θυρῶν αὐτὸν ἱδρύοντο; so Soph. El. 627; Dem. 21, 52; Paus. 1, 44, 2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui se présente en avant :
1 qui se tient devant, qui assiège, gén.;
2 qui protège, protecteur, défenseur;
3 qui précède ; ὁ Προστατήριος, le mois Prostatérios, dans le calendrier béotien (p.-ê. l'attique Ἀνθεστηριών).
Étymologie: προστατέω.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
1. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον ή κάτι
2. αυτός που προστατεύει («προστατήριος θεός», επιγρ.)
3. το θηλ. προσωνυμία της Αρτέμιδος ως προστάτιδας θεάς
4. (το αρσ.) προσωνυμία του Απόλλωνος, του οποίου το άγαλμα ήταν τοποθετημένο μπροστά από τις θύρες
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ προστατήριος
(στη Βοιωτία) ονομασία ενός μήνα
6. φρ. «δεῖμα προστατήριον καρδίας» — φόβος που απειλεί να κυριεύσει την καρδιά, την ψυχή (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προστατῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. εὐχητήριος)].
Greek Monotonic
προστᾰτήριος: -α, -ον,
I. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον, δεῖμα προστατήριον καρδίας, φόβος που αιωρείται στην καρδιά μου ή την κυριεύει, σε Αισχύλ.
II. αυτός που στέκεται μπροστά, προστατευτικός, στον ίδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
προστᾰτήριος:
1 досл. стоящий напротив, осаждающий, перен. щемящий (δεῖμα προστατήριον καρδίας Aesch.);
2 стоящий впереди, охраняющий (Ἄρτεμις Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστατήριος -α -ον [προστάτης] staand voor, met gen.: δεῖμα προστατήριον καρδίας angst die zich voor mijn hart bevindt Aeschl. Ag. 976. beschermend, epithet van Artemis en Apollo.
Middle Liddell
προστᾰτήριος, η, ον [from προστᾰτέω]
I. standing before, δεῖμα πρ. καρδίας fear hovering before, or domineering over, my heart, Aesch.
II. standing before, protecting, Aesch., Soph.