σάλπη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=salpi
|Transliteration C=salpi
|Beta Code=sa/lph
|Beta Code=sa/lph
|Definition=ἡ, a sea-[[fish]], the [[saupe]], [[Box salpa]], Epich.63, Arist.HA 543a8, al. (ὃν καὶ βοῦν [leg. [[βῶκα]]] καλοῦσιν, Hsch.): also [[σάλπης]], ὁ, Archipp.19; [[σάλπος]] is [[varia lectio|v.l.]] in Arist.HA534a16; [[σάρπη]], ib.534a9, 621b7; [[σάλπιγξ]], ib.543a8.
|Definition=ἡ, a sea-[[fish]], the [[saupe]], [[Box salpa]], Epich.63, Arist.HA 543a8, al. (ὃν καὶ βοῦν [leg. [[βῶκα]]] καλοῦσιν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]): also [[σάλπης]], ὁ, Archipp.19; [[σάλπος]] is [[varia lectio|v.l.]] in Arist.HA534a16; [[σάρπη]], ib.534a9, 621b7; [[σάλπιγξ]], ib.543a8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, ein Meerfisch, lat. salpa, in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch [[σάρπη]], ἡ, Arist. H. A.; σάλπ ης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. [[σάλπιγξ]], Arist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, ein Meerfisch, lat. [[salpa]], in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch [[σάρπη]], ἡ, Arist. H. A.; σάλπης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. [[σάλπιγξ]], Arist.
}}
{{elru
|elrutext='''σάλπη:''' ἡ [[рыба сальпа]] (предполож. Sparus Salpa) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάλπη''': ἡ [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· [[ὡσαύτως]] σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· [[σάλπος]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· [[σάρπη]] [[αὐτόθι]] 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· [[σάλπιγξ]] 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλπη]]· [[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».
|lstext='''σάλπη''': ἡ [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Λατ. [[salpa]], Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· [[ὡσαύτως]] σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· [[σάλπος]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· [[σάρπη]] [[αὐτόθι]] 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· [[σάλπιγξ]] 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλπη]]· [[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῦν καλοῦσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>salpa</i> / <i>sarpa</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>saupe</i>)].
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῦν καλοῦσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>[[salpa]]</i> / <i>[[sarpa]]</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>[[saupe]]</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''σάλπη:''' ἡ рыба сальпа (предполож. Sparus Salpa) Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σάλπη''': {sálpē}<br />'''Forms''': -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), [[σάρπη]] f. (Arist.); auch [[σάλπιγξ]] (Arist.; volksetym. Umbildung). Zum Wandel λ > ρ vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.<br />'''Grammar''': f. (Epich., Arist. usw.),<br />'''Meaning''': Meerfisch, [[Box salpa]]<br />'''Etymology''' : Unerklärtes Mittelmeerwort. Lat. (Plin., Ov.) ''salpa'', ital. ''salpa''. ''sarpa'', frz., engl. ''saupe''. Vgl. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; dazu noch Thomson Fishes s.v.<br />'''Page''' 2,674
|ftr='''σάλπη''': {sálpē}<br />'''Forms''': -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), [[σάρπη]] f. (Arist.); auch [[σάλπιγξ]] (Arist.; volksetym. Umbildung). Zum Wandel λ > ρ vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.<br />'''Grammar''': f. (Epich., Arist. usw.),<br />'''Meaning''': Meerfisch, [[Box salpa]]<br />'''Etymology''': Unerklärtes Mittelmeerwort. Lat. (Plin., Ov.) ''[[salpa]]'', ital. ''salpa''. ''[[sarpa]]'', frz., engl. ''[[saupe]]''. Vgl. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; dazu noch Thomson Fishes s.v.<br />'''Page''' 2,674
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλπη Medium diacritics: σάλπη Low diacritics: σάλπη Capitals: ΣΑΛΠΗ
Transliteration A: sálpē Transliteration B: salpē Transliteration C: salpi Beta Code: sa/lph

English (LSJ)

ἡ, a sea-fish, the saupe, Box salpa, Epich.63, Arist.HA 543a8, al. (ὃν καὶ βοῦν [leg. βῶκα] καλοῦσιν, Hsch.): also σάλπης, ὁ, Archipp.19; σάλπος is v.l. in Arist.HA534a16; σάρπη, ib.534a9, 621b7; σάλπιγξ, ib.543a8.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, ein Meerfisch, lat. salpa, in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch σάρπη, ἡ, Arist. H. A.; σάλπης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. σάλπιγξ, Arist.

Russian (Dvoretsky)

σάλπη:рыба сальпа (предполож. Sparus Salpa) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σάλπη: ἡ θαλάσσιος ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· ὡσαύτως σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· σάλπος εἶναι διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· σάρπη αὐτόθι 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· σάλπιγξ 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σάλπη· ἰχθὺς ποιός, ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σάλπα και σάρπα Ν, και σάρπη, και ως αρσ. σάλπης και σάλπος, ὁ, Α
κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την λόγια ονομασία Βωξ η σάλπη, συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ποιός, ὅν καὶ βοῦν καλοῦσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (πρβλ. λατ. salpa / sarpa, γαλλ.-αγγλ. saupe)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: sea fish, Box salpa (Epich., Arist. etc.).
Other forms: -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), σάρπη f. (Arist.); also σάλπιγξ (Arist.; folketym. transformation). On the change λ > ρ cf. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained mediterranean word. Lat. (Plin., Ov.) salpa, Ital. salpa. sarpa, Fr., Engl. saupe. Cf. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; s. also Thomson Fishes s.v. -- The variation ρ/λ is typical for Pre-Greek (Furnée 387).

Frisk Etymology German

σάλπη: {sálpē}
Forms: -ης m. (Archipp.), -ος (Arist. v.l.), σάρπη f. (Arist.); auch σάλπιγξ (Arist.; volksetym. Umbildung). Zum Wandel λ > ρ vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 42.
Grammar: f. (Epich., Arist. usw.),
Meaning: Meerfisch, Box salpa
Etymology: Unerklärtes Mittelmeerwort. Lat. (Plin., Ov.) salpa, ital. salpa. sarpa, frz., engl. saupe. Vgl. Heubeck Thes. Praerom. 1, 13 f.; dazu noch Thomson Fishes s.v.
Page 2,674