θι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thi
|Transliteration C=thi
|Beta Code=qi
|Beta Code=qi
|Definition=termin. of the locative case, <span class="sense"><span class="bld">A</span> Ἰλιόθι πρό <span class="bibl">Il.8.561</span>; ἠῶθι πρό <span class="bibl">11.50</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., [[ἀγρόθι]], [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], etc., cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>205.35</span>, al.</span>
|Definition=termin. of the locative case,<br><span class="bld">A</span> [[Ἰλιόθι]] πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50.<br><span class="bld">II</span> termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., [[ἀγρόθι]], [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.
}}
{{elru
|elrutext='''θῐ:''' [[энклитический суффикс со значением]]:<br /><b class="num">1</b> [[в]] (на вопрос «где?»): [[κηρόθι]] Hom. в сердце; [[οἴκοθι]] Hom. дома, в доме; [[ἄλλοθι]] Hom., Plat. в другом месте; [[αὐτόθι]] Hom., Her. в том самом месте; [[ἑτέρωθι]] Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; [[Ἰλιόθι]] [[πρό]] Hom. перед Илионом;<br /><b class="num">2</b> [[во время]]: [[ἠῶθι]] Hom. на заре; [[ἠῶθι]] [[πρό]] Hom. до рассвета.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 19: Line 22:
|lsmtext='''θῐ:'''<b class="num">I.</b> αρχικά [[κατάληξη]] της γεν., όπως στο [[Ἰλιόθι]], [[πρό]], [[ἠῶθι]] [[πρό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. [[σημασία]], υποδηλώνοντας το [[μέρος]] στο οποίο, [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], κ.λπ.
|lsmtext='''θῐ:'''<b class="num">I.</b> αρχικά [[κατάληξη]] της γεν., όπως στο [[Ἰλιόθι]], [[πρό]], [[ἠῶθι]] [[πρό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. [[σημασία]], υποδηλώνοντας το [[μέρος]] στο οποίο, [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''θῐ:''' энклитический суффикс со значением:<br /><b class="num">1)</b> [[в]] (на вопрос «где?»): [[κηρόθι]] Hom. в сердце; [[οἴκοθι]] Hom. дома, в доме; [[ἄλλοθι]] Hom., Plat. в другом месте; [[αὐτόθι]] Hom., Her. в том самом месте; [[ἑτέρωθι]] Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; [[Ἰλιόθι]] [[πρό]] Hom. перед Илионом;<br /><b class="num">2)</b> во время: [[ἠῶθι]] Hom. на заре; [[ἠῶθι]] [[πρό]] Hom. до рассвета.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[originally]] a termin. of the gen., as in [[Ἰλιόθι]] πρό, [[ἠῶθι]] πρό Il.<br /><b class="num">II.</b> insepar. Affix of [[several]] Substs., Adjs., and Pronouns, to [[which]] it gives an adv. [[sense]], denoting the [[place]] at [[which]], [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{grml
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[originally]] a termin. of the gen., as in [[Ἰλιόθι]] πρό, [[ἠῶθι]] πρό Il.<br /><b class="num">II.</b> insepar. Affix of [[several]] Substs., Adjs., and Pronouns, to [[which]] it gives an adv. [[sense]], denoting the [[place]] at [[which]], [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], etc.
|mltxt=-θι (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάληξη]] της παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατόπιν]] [[κατάληξη]] διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («[[ἀγρόθι]]», «[[ἄλλοθι]]», «[[ἀμφοτέρωθι]]», «[[ἔνδοθι]]» <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για επιρρηματική [[κατάληξη]] της Αρχαίας που αρχικά ως τοπική [[πτώση]] δήλωνε τον [[τόπο]] όπου βρισκόταν [[κάποιος]] ή [[κάτι]]. Η [[κατάληξη]] αυτή απαντά μόνο στον Όμηρο και στους μτγν. συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη [[γλώσσα]] του και όχι στην αττική διάλεκτο<br />πρβλ. [[άλλοθι]] «[[αλλού]]», <i>Κορινθόθι</i> «στην Κόρινθο», <i>όθι</i> «όπου», [[οίκοθι]] «στο [[σπίτι]]», [[ένδοθι]] «[[μέσα]]» κ.ά. Ανάγεται σε ΙE -<i>dhi</i> και αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. ονομ. και οργαν. [[πτώση]] -<i>dh</i><i>ā</i> στο <i>dvidh</i><i>ā</i>, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από ΙE -<i>g</i><sup>w</sup><i>hi</i>. Τέλος, η κατάλ. -<i>θι</i>, όπως και η -<i>θε</i>(<i>ν</i>), συνάπτεται με προσωπικές αντων., ουσ. και επιρρ., [[πράγμα]] που αποτελεί νεωτερισμό της ελλ.].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐ Medium diacritics: θι Low diacritics: θι Capitals: ΘΙ
Transliteration A: thi Transliteration B: thi Transliteration C: thi Beta Code: qi

English (LSJ)

termin. of the locative case,
A Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50.
II termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.

Russian (Dvoretsky)

θῐ: энклитический суффикс со значением:
1 в (на вопрос «где?»): κηρόθι Hom. в сердце; οἴκοθι Hom. дома, в доме; ἄλλοθι Hom., Plat. в другом месте; αὐτόθι Hom., Her. в том самом месте; ἑτέρωθι Hom., Her., Arst. в другом (из двух) месте; Ἰλιόθι πρό Hom. перед Илионом;
2 во время: ἠῶθι Hom. на заре; ἠῶθι πρό Hom. до рассвета.

Greek (Liddell-Scott)

θῐ: κατ’ ἀρχὰς κατάληξ. τῆς γεν. ὡς πτώσεως τοπικῆς, ὡς ἐν τῷ Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἠῶθι πρὸ Λ. 50: ― ἀκολούθως, ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον ἐν τέλει οὐσιαστικ., ἐπιθέτων καὶ ἀντωνυμιῶν, εἰς ἃ δίδει ἐπιρρηματικὴν σημασίαν, δηλοῦσαν τὸν τόπον ἐν ᾧ διαμένει τις, ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, ἀμφοτέρωθι, αὐτόθι, κτλ.

English (Autenrieth)

(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the place in which, e. g. ἀγρόθι, ἄλλοθι. Of time in ἠῶθι.
see ἄνωγα.

Greek Monotonic

θῐ:I. αρχικά κατάληξη της γεν., όπως στο Ἰλιόθι, πρό, ἠῶθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. σημασία, υποδηλώνοντας το μέρος στο οποίο, οἴκοθι, ἄλλοθι, κ.λπ.

Middle Liddell

I. originally a termin. of the gen., as in Ἰλιόθι πρό, ἠῶθι πρό Il.
II. insepar. Affix of several Substs., Adjs., and Pronouns, to which it gives an adv. sense, denoting the place at which, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc.

Greek Monolingual

-θι (Α)
1. κατάληξη της παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.)
2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για επιρρηματική κατάληξη της Αρχαίας που αρχικά ως τοπική πτώση δήλωνε τον τόπο όπου βρισκόταν κάποιος ή κάτι. Η κατάληξη αυτή απαντά μόνο στον Όμηρο και στους μτγν. συγγραφείς που χρησιμοποιούν τη γλώσσα του και όχι στην αττική διάλεκτο
πρβλ. άλλοθι «αλλού», Κορινθόθι «στην Κόρινθο», όθι «όπου», οίκοθι «στο σπίτι», ένδοθι «μέσα» κ.ά. Ανάγεται σε ΙE -dhi και αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. ονομ. και οργαν. πτώση -dhā στο dvidhā, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από ΙE -gwhi. Τέλος, η κατάλ. -θι, όπως και η -θε(ν), συνάπτεται με προσωπικές αντων., ουσ. και επιρρ., πράγμα που αποτελεί νεωτερισμό της ελλ.].