ἀπομισθόω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(CSV import) |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apomisthoo | |Transliteration C=apomisthoo | ||
|Beta Code=a)pomisqo/w | |Beta Code=a)pomisqo/w | ||
|Definition= | |Definition=[[let out for hire]], γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Th.3.68; χωρίον τινί Lys.7.9; ὥσπερ.. ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 475d; [[farm out]] by contract, ''IG''1.26a10, al.; ἀναγραφήν ''Milet.''7.69 (Didyma), etc.: c. inf., <b class="b3">ἀ. ποιεῖν τι ὡς ἂν δύνωνται ὀλιγίστου</b> contract for.., Lexap.D. 43.58. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[arrendar]], [[dar en arriendo o alquiler]] γῆν Th.3.68, <i>SB</i> 7450.19 (III d.C.), cf. <i>PCornell</i> 8.2, χωρίον ... Καλλιστράτῳ Lys.7.9, τὴν τροφὴν ... τῶν ἱερῶν χηνῶν Plu.2.287b, τὴν τοῦ σίτου δεκάτην Polyaen.2.34, en v. pas. οὐσία ἀπομεμισθωμένη <i>BGU</i> 569.2.2<br /><b class="num">•</b>fig. τὰ ὦτα Pl.<i>R</i>.475d, τοὺς ὀφθαλμούς Philostr.<i>Im</i>.2.17.11<br /><b class="num">•</b>[[poner a sueldo]] αὑτὸν ἀπεμίσθωσε τοῖς τοὺς λίθους ἐργαζομένοις X.Eph.5.8.2<br /><b class="num">•</b>[[adjudicar]] c. ac. de pers. y cosa τὴν δὲ στήλη[ν] καὶ ἀναγραφὴν ἀπομισθῶσαι τοὺς τειχοποιούς <i>Didyma</i> 480.23<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. τοὺς πωλητάς <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.45.10 (V a.C.)<br /><b class="num">•</b>c. inf. ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι (el cadáver de un esclavo), Ley en D.43.58. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0315.png Seite 315]] um Sold verdingen, Plat. Rep. V, 475 d; c. inf., ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι Dem. 43, 58 im Gesetz; verpachten, γῆν ἐπὶ [[δέκα]] ἔτη Thuc. 3, 68; Lys. 7, 9 u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0315.png Seite 315]] um Sold verdingen, Plat. Rep. V, 475 d; c. inf., ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι Dem. 43, 58 im Gesetz; verpachten, γῆν ἐπὶ [[δέκα]] ἔτη Thuc. 3, 68; Lys. 7, 9 u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀπομισθῶ]] :<br />donner contre salaire : γῆν THC donner une terre à loyer.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπομισθόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[разрешать за плату]] (ποιεῖν τι Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[сдавать в наем]], [[отдавать в аренду]] (γῆν Thuc.; [[χωρίον]] τινί Lys.; ирон. τὰ [[ὦτα]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπομισθόω''': ἐκμισθώνω, δίδω ἐπὶ μισθῷ, γῆν ἐπὶ [[δέκα]] ἔτη Θουκ. 3. 68· [[χωρίον]] τινὶ Λυσ. 109. 10· [[ὥσπερ]]… ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Πλάτ. Πολ. 475D· μετ’ ἀπαρ., ὁ μὲν [[δήμαρχος]] ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι… [[ὅπως]] ἂν δύνηται ὀλιγίστου, ὁ [[δήμαρχος]] ἂς βάλῃ τινὰς ἐργολαβικῶς νὰ σηκώσωσι καὶ νὰ θάψωσι (τοὺς νεκροὺς)… μὲ ὅσον εἰμποροῦν ὀλιγώτερα ἔξοδα» Νόμ. παρὰ Δημ. 1069. 20· [[οὕτως]], ἀπομισθῶ τὴν στήλην, δίδω νὰ τὴν κατασκευάσωσιν ἐργολαβικῶς, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 1. σ. 9 (παράρτ.). | |lstext='''ἀπομισθόω''': ἐκμισθώνω, δίδω ἐπὶ μισθῷ, γῆν ἐπὶ [[δέκα]] ἔτη Θουκ. 3. 68· [[χωρίον]] τινὶ Λυσ. 109. 10· [[ὥσπερ]]… ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Πλάτ. Πολ. 475D· μετ’ ἀπαρ., ὁ μὲν [[δήμαρχος]] ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι… [[ὅπως]] ἂν δύνηται ὀλιγίστου, ὁ [[δήμαρχος]] ἂς βάλῃ τινὰς ἐργολαβικῶς νὰ σηκώσωσι καὶ νὰ θάψωσι (τοὺς νεκροὺς)… μὲ ὅσον εἰμποροῦν ὀλιγώτερα ἔξοδα» Νόμ. παρὰ Δημ. 1069. 20· [[οὕτως]], ἀπομισθῶ τὴν στήλην, δίδω νὰ τὴν κατασκευάσωσιν ἐργολαβικῶς, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 1. σ. 9 (παράρτ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπομισθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εκμισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[κάτι]] απαιτώντας [[μίσθωμα]], σε Θουκ.· με απαρ., [[ἀπομισθόω]] ποιεῖν τι, [[μισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[εργολαβία]] για την [[εκτέλεση]] ενός έργου, σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. | |lsmtext='''ἀπομισθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εκμισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[κάτι]] απαιτώντας [[μίσθωμα]], σε Θουκ.· με απαρ., [[ἀπομισθόω]] ποιεῖν τι, [[μισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[εργολαβία]] για την [[εκτέλεση]] ενός έργου, σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=to let out for [[hire]], Thuc.;—c.inf., ἀπ. ποιεῖν τι to [[contract]] for the doing of a [[thing]], Lex ap. Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[elocare]]'', to [[lease out]], [[rent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.68.3/ 3.68.3]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:44, 16 November 2024
English (LSJ)
let out for hire, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Th.3.68; χωρίον τινί Lys.7.9; ὥσπερ.. ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Pl.R. 475d; farm out by contract, IG1.26a10, al.; ἀναγραφήν Milet.7.69 (Didyma), etc.: c. inf., ἀ. ποιεῖν τι ὡς ἂν δύνωνται ὀλιγίστου contract for.., Lexap.D. 43.58.
Spanish (DGE)
arrendar, dar en arriendo o alquiler γῆν Th.3.68, SB 7450.19 (III d.C.), cf. PCornell 8.2, χωρίον ... Καλλιστράτῳ Lys.7.9, τὴν τροφὴν ... τῶν ἱερῶν χηνῶν Plu.2.287b, τὴν τοῦ σίτου δεκάτην Polyaen.2.34, en v. pas. οὐσία ἀπομεμισθωμένη BGU 569.2.2
•fig. τὰ ὦτα Pl.R.475d, τοὺς ὀφθαλμούς Philostr.Im.2.17.11
•poner a sueldo αὑτὸν ἀπεμίσθωσε τοῖς τοὺς λίθους ἐργαζομένοις X.Eph.5.8.2
•adjudicar c. ac. de pers. y cosa τὴν δὲ στήλη[ν] καὶ ἀναγραφὴν ἀπομισθῶσαι τοὺς τειχοποιούς Didyma 480.23
•c. ac. de pers. τοὺς πωλητάς IG 13.45.10 (V a.C.)
•c. inf. ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι (el cadáver de un esclavo), Ley en D.43.58.
German (Pape)
[Seite 315] um Sold verdingen, Plat. Rep. V, 475 d; c. inf., ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι Dem. 43, 58 im Gesetz; verpachten, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Thuc. 3, 68; Lys. 7, 9 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ἀπομισθῶ :
donner contre salaire : γῆν THC donner une terre à loyer.
Étymologie: μισθόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομισθόω:
1 разрешать за плату (ποιεῖν τι Dem.);
2 сдавать в наем, отдавать в аренду (γῆν Thuc.; χωρίον τινί Lys.; ирон. τὰ ὦτα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομισθόω: ἐκμισθώνω, δίδω ἐπὶ μισθῷ, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Θουκ. 3. 68· χωρίον τινὶ Λυσ. 109. 10· ὥσπερ… ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Πλάτ. Πολ. 475D· μετ’ ἀπαρ., ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι… ὅπως ἂν δύνηται ὀλιγίστου, ὁ δήμαρχος ἂς βάλῃ τινὰς ἐργολαβικῶς νὰ σηκώσωσι καὶ νὰ θάψωσι (τοὺς νεκροὺς)… μὲ ὅσον εἰμποροῦν ὀλιγώτερα ἔξοδα» Νόμ. παρὰ Δημ. 1069. 20· οὕτως, ἀπομισθῶ τὴν στήλην, δίδω νὰ τὴν κατασκευάσωσιν ἐργολαβικῶς, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 1. σ. 9 (παράρτ.).
Greek Monotonic
ἀπομισθόω: μέλ. -ώσω, εκμισθώνω, παραχωρώ κάτι απαιτώντας μίσθωμα, σε Θουκ.· με απαρ., ἀπομισθόω ποιεῖν τι, μισθώνω, παραχωρώ εργολαβία για την εκτέλεση ενός έργου, σε Νόμ. παρά Δημ.
Middle Liddell
to let out for hire, Thuc.;—c.inf., ἀπ. ποιεῖν τι to contract for the doing of a thing, Lex ap. Dem.