φιβάλεως: Difference between revisions
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (elru replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] ω, ἡ, der Baum, der die Feige [[φιβαλέα]] tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] ω, ἡ, der Baum, der die Feige [[φιβαλέα]] tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ω (ἡ) :<br />figue de Phibalis, <i>espèce de figue précoce</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Φίβαλις]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἰσχάς]], [[ἰσχάδιον]], [[ὄλυνθος]], [[σῦκον]], [[φήληξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῐβάλεως:''' ω (ᾰ) ἡ (acc. pl. [[φιβάλεως]]) фибалийская фига Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐβάλεως''': [ᾰ], ω, ἡ, [[εἶδος]] πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν [[τόπος]] Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., [[φιβάλεως]] ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον [[φιβάλεως]], Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ [[δένδρον]] τὸ φέρον τὰ σῦκα [[ταῦτα]], Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26. | |lstext='''φῐβάλεως''': [ᾰ], ω, ἡ, [[εἶδος]] πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν [[τόπος]] Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., [[φιβάλεως]] ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον [[φιβάλεως]], Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ [[δένδρον]] τὸ φέρον τὰ σῦκα [[ταῦτα]], Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐβάλεως:''' [ᾰ], -ω, ἡ, είδος πρώιμου σύκου, ονομάστηκε από το [[Φίβαλις]], [[τοποθεσία]] στην Αττική ή τα [[Μέγαρα]]· ονομ. πληθ. <i>φιβάλεῳ</i>, αιτ. [[φιβάλεως]], σε Αττ. | |lsmtext='''φῐβάλεως:''' [ᾰ], -ω, ἡ, είδος πρώιμου σύκου, ονομάστηκε από το [[Φίβαλις]], [[τοποθεσία]] στην Αττική ή τα [[Μέγαρα]]· ονομ. πληθ. <i>φιβάλεῳ</i>, αιτ. [[φιβάλεως]], σε Αττ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=a [[kind]] of [[early]] fig, called from [[Φίβαλις]], a [[district]] of [[Attica]] or [[Megaris]]:—pl., nom. φιβάλεῳ, acc. [[φιβάλεως]] Ar. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''φιβάλεως''': {phibáleōs}<br />'''Forms''': pl. -εῳ, Akk. -εως<br />'''Grammar''': f.,<br />'''Meaning''': N. einer zum Trocknen geeigneten Feige, auch übertr. von mageren Menschen (Kom.), nach Sch. Ar. ''Ach''. 802 Ort in Megaris oder Attika.<br />'''Etymology''': Bildung wie [[κορώνεως]] f. [[Baum mit rabenschwarzen Feigen]], [[μελίνεως]]· [[εἶδος]] ἀμπέλου H., [[κανθάρεως]] m. Ben. eines Weinstocks. Als Grundwort des ON gibt Sch. a. O. [[φίβαλις]] = [[γένος]] συκῆς mit dem Plur. φιβάλεις = οἱ ἰσχνοὶ | |ftr='''φιβάλεως''': {phibáleōs}<br />'''Forms''': pl. -εῳ, Akk. -εως<br />'''Grammar''': f.,<br />'''Meaning''': N. einer zum Trocknen geeigneten Feige, auch übertr. von mageren Menschen (Kom.), nach Sch. Ar. ''Ach''. 802 Ort in Megaris oder Attika.<br />'''Etymology''': Bildung wie [[κορώνεως]] f. [[Baum mit rabenschwarzen Feigen]], [[μελίνεως]]· [[εἶδος]] ἀμπέλου H., [[κανθάρεως]] m. Ben. eines Weinstocks. Als Grundwort des ON gibt Sch. a. O. [[φίβαλις]] = [[γένος]] συκῆς mit dem Plur. φιβάλεις = οἱ ἰσχνοὶ τῶν ἀνθρώπων; bei ''EM'' 793, 26 (nach Apolloph.) φιβάλεα = τὰ σῦκα, -λέαι = ἰσχάδες. — Unerklärt.<br />'''Page''' 2,1017 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:11, 21 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ω, ἡ, a kind of
A early fig, found in Com. in plural, nom. φιβάλεῳ (φιβαλέοι codd.Ath.) Telecl.5: gen., τῶν φιβάλεων συκων Pherecr.80; φιβάλεων alone, Hermipp.51: acc., φιβάλεως ἰσχάδας Ar.Ach.802; φιβάλεως alone, Apolloph.5.—Sch.Ar. l.c. has γένος συκῆς ἡ φίβαλις (taking φιβάλεως as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; EM793.26 has φιβάλεως· γένος συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας.
II a lean, dried-up person, Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.
German (Pape)
[Seite 1273] ω, ἡ, der Baum, der die Feige φιβαλέα tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767.
French (Bailly abrégé)
ω (ἡ) :
figue de Phibalis, espèce de figue précoce.
Étymologie: Φίβαλις.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ.
Russian (Dvoretsky)
φῐβάλεως: ω (ᾰ) ἡ (acc. pl. φιβάλεως) фибалийская фига Arph.
Greek (Liddell-Scott)
φῐβάλεως: [ᾰ], ω, ἡ, εἶδος πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν τόπος Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., φιβάλεως ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον φιβάλεως, Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ δένδρον τὸ φέρον τὰ σῦκα ταῦτα, Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26.
Greek Monolingual
-ω, ἡ, Α
1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῦ θέρους», Φερεκρ.)
2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά-εως, κανθάρ-εως, κορών-εως, μελίν-εως). Ο τ. απαντά κυρίως στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει μεγάλη μορφολογική ποικιλία (πρβλ. φίβαλις, φιβαλέον). Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, αρχικός θεωρήθηκε ο τ. φίβαλις, σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο τοπωνύμιο Φίβαλις της περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το φαινόμενο πρβλ. γαλλ. gamay «ποικιλία σταφυλιού» από το ομώνυμο χωριό της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο τ. φίβαλις είναι μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. φιβάλεως, που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -ις, -εως (πρβλ. δύναμις, -άμεως)].
Greek Monotonic
φῐβάλεως: [ᾰ], -ω, ἡ, είδος πρώιμου σύκου, ονομάστηκε από το Φίβαλις, τοποθεσία στην Αττική ή τα Μέγαρα· ονομ. πληθ. φιβάλεῳ, αιτ. φιβάλεως, σε Αττ.
Middle Liddell
a kind of early fig, called from Φίβαλις, a district of Attica or Megaris:—pl., nom. φιβάλεῳ, acc. φιβάλεως Ar.
Frisk Etymology German
φιβάλεως: {phibáleōs}
Forms: pl. -εῳ, Akk. -εως
Grammar: f.,
Meaning: N. einer zum Trocknen geeigneten Feige, auch übertr. von mageren Menschen (Kom.), nach Sch. Ar. Ach. 802 Ort in Megaris oder Attika.
Etymology: Bildung wie κορώνεως f. Baum mit rabenschwarzen Feigen, μελίνεως· εἶδος ἀμπέλου H., κανθάρεως m. Ben. eines Weinstocks. Als Grundwort des ON gibt Sch. a. O. φίβαλις = γένος συκῆς mit dem Plur. φιβάλεις = οἱ ἰσχνοὶ τῶν ἀνθρώπων; bei EM 793, 26 (nach Apolloph.) φιβάλεα = τὰ σῦκα, -λέαι = ἰσχάδες. — Unerklärt.
Page 2,1017