περικλύζω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periklyzo
|Transliteration C=periklyzo
|Beta Code=periklu/zw
|Beta Code=periklu/zw
|Definition=[[wash all round]], τὸ παιδίον ὕδατι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>837b21</span>:— Pass., to [[be washed all round]] by the sea, of an island, <span class="bibl">Th.6.3</span>; of a boat, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>36</span>; <b class="b3">μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ</b>, i.e. venture not on the sea, <span class="bibl">Arat.287</span>: metaph., to [[be overwhelmed]], κακοῖς <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>30.61</span>; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.
|Definition=[[wash all round]], τὸ παιδίον ὕδατι Arist.''Mir.''837b21:—Pass., to [[be washed all round]] by the sea, of an island, Th.6.3; of a boat, Plu.''Mar.''36; <b class="b3">μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ</b>, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to [[be overwhelmed]], κακοῖς Lib.''Decl.''30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.
}}
{{ls
|lstext='''περικλύζω''': [[λούω]] χύνων [[ὕδωρ]] ὁλόγυρα, [[περιλούω]], τὸ [[παιδίον]] ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν [[πέλαγος]], Ἄρατ. 287.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=baigner tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]].
|btext=[[baigner tout autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύζω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
|elnltext=περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικλύζω:''' [[омывать со всех сторон]] (τὸ [[παιδίον]] ὕδατι Arst.): ἡ [[νῆσος]] περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.
|elrutext='''περικλύζω:''' [[омывать со всех сторон]] (τὸ [[παιδίον]] ὕδατι Arst.): ἡ [[νῆσος]] περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.
|lstext='''περικλύζω''': [[λούω]] χύνων [[ὕδωρ]] ὁλόγυρα, [[περιλούω]], τὸ [[παιδίον]] ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν [[πέλαγος]], Ἄρατ. 287.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλύζω Medium diacritics: περικλύζω Low diacritics: περικλύζω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΖΩ
Transliteration A: periklýzō Transliteration B: periklyzō Transliteration C: periklyzo Beta Code: periklu/zw

English (LSJ)

wash all round, τὸ παιδίον ὕδατι Arist.Mir.837b21:—Pass., to be washed all round by the sea, of an island, Th.6.3; of a boat, Plu.Mar.36; μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to be overwhelmed, κακοῖς Lib.Decl.30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.

German (Pape)

[Seite 580] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.

French (Bailly abrégé)

baigner tout autour.
Étymologie: περί, κλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.

Russian (Dvoretsky)

περικλύζω: омывать со всех сторон (τὸ παιδίον ὕδατι Arst.): ἡ νῆσος περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.

Greek (Liddell-Scott)

περικλύζω: λούω χύνων ὕδωρ ὁλόγυρα, περιλούω, τὸ παιδίον ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν πέλαγος, Ἄρατ. 287.

Greek Monolingual

ΜΑ
παθ. περικλύζομαι
1. κατακλύζομαι από την θάλασσα
2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως
αρχ.
1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω
2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό
3. βαπτίζω
4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη) περιβάλλομαι από θάλασσα, περιβρέχομαι
5. μτφ. αποτολμώ και εξέρχομαι στην ανοιχτή θάλασσα, ριψοκινδυνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλύζω «περιβρέχω»].