ἀραίωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀραίωμα
|Full diacritics=ᾰ̓ραίωμα
|Medium diacritics=ἀραίωμα
|Medium diacritics=ἀραίωμα
|Low diacritics=αραίωμα
|Low diacritics=αραίωμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=araioma
|Transliteration C=araioma
|Beta Code=a)rai/wma
|Beta Code=a)rai/wma
|Definition=[<b class="b3">ᾰρ], ατος, τό,</b> (ἀραιόω) [[interstice]], [[crevice]], [[chink]], <span class="bibl">Str.4.4.1</span>, <span class="bibl">D.S.1.39</span>, Luc.<span class="title">VH</span>1.30, <span class="title">Placit.</span>3.3.11, Plu.2.980c, etc.; of the body, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>4.45</span>; [[pore]], σώματος Hero <span class="title">Spir.</span>I<span class="title">Praef.</span>, al., cf. <span class="bibl">Sor.1.115</span>; [[a little bit]], Longin.10.17.
|Definition=[ᾰρ], ατος, τό, ([[ἀραιόω]]) [[interstice]], [[crevice]], [[chink]], Str.4.4.1, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.39, Luc.VH1.30, Placit.3.3.11, Plu.2.980c, etc.; of the body, Hp.Morb.4.45; [[pore]], σώματος Hero Spir.IPraef., al., cf. Sor.1.115; [[a little bit]], Longin.10.17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> cien. [[espacio vacío]], [[intersticio]] en la materia poco densa, Philol. en Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.19, en nubes <i>Placit</i>.3.3.11 (= Democr.A 93)<br /><b class="num">•</b>medic. [[intersticio]], [[poro]] en los cuerpos vivos, Hp.<i>Morb</i>.4.45, Hero <i>Spir</i>.1 <i>Praef</i>., cf. 2.17, Sor.85.29, Asclep. en S.E.<i>M</i>.8.220<br /><b class="num">•</b>[[ósculo]] en las [[esponja]]s, Plu.2.980c<br /><b class="num">•</b>arq. ψύγματα καὶ ἀραιώματα vanos y espacios vacíos</i> fig. en los discursos, Longin.10.7.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[intersticio]], [[rendija]], [[hueco]] ἀραιώματα καταλείπουσιν entre las [[cuadernas]] al [[construir]] un [[barco]], Str.4.4.1, διὰ τῶν τῆς θύρας ἀραιωμάτων [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.22<br /><b class="num">•</b>[[fisuras]], [[hendiduras]] τῆς γῆς Ph.1.8, 31, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.39, Hld.9.4.3, en minerales, Agatharch.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0343.png Seite 343]] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0343.png Seite 343]] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[interstice]], [[intervalle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀραιόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀραίωμα:''' ατος τό [[промежуток]], [[пробел]] Diod., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραίωμα''': -ατος, τὸ ([[ἀραιόω]]) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν [[διάστημα]], ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ [[καλῶς]] συνηρμοσμένων, [[προσέτι]] [[σχίσμα]] γῆς, [[ῥαγάς]], καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[διάστημα]] κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ [[ναῦς]] εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30: πορῶδες [[μέρος]], σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν [[τεμάχιον]], Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.
|lstext='''ἀραίωμα''': -ατος, τὸ ([[ἀραιόω]]) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν [[διάστημα]], ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ [[καλῶς]] συνηρμοσμένων, [[προσέτι]] [[σχίσμα]] γῆς, [[ῥαγάς]], καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[διάστημα]] κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ [[ναῦς]] εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30: πορῶδες [[μέρος]], σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν [[τεμάχιον]], Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />interstice, intervalle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραιόω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> cien. [[espacio vacío]], [[intersticio]] en la materia poco densa, Philol. en Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.19, en nubes <i>Placit</i>.3.3.11 (= Democr.A 93)<br /><b class="num">•</b>medic. [[intersticio]], [[poro]] en los cuerpos vivos, Hp.<i>Morb</i>.4.45, Hero <i>Spir</i>.1 <i>Praef</i>., cf. 2.17, Sor.85.29, Asclep. en S.E.<i>M</i>.8.220<br /><b class="num">•</b>[[ósculo]] en las esponjas, Plu.2.980c<br /><b class="num">•</b>arq. ψύγματα καὶ ἀραιώματα vanos y espacios vacíos</i> fig. en los discursos, Longin.10.7.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[intersticio]], [[rendija]], [[hueco]] ἀραιώματα καταλείπουσιν entre las cuadernas al construir un barco, Str.4.4.1, διὰ τῶν τῆς θύρας ἀραιωμάτων D.S.3.22<br /><b class="num">•</b>[[fisuras]], [[hendiduras]] τῆς γῆς Ph.1.8, 31, D.S.1.39, Hld.9.4.3, en minerales, Agatharch.27.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀραίωμα]])<br /><b>1.</b> η [[αραίωση]]<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάστιχο]], [[διάστημα]] που ρυθμίζει τα κενά [[μεταξύ]] των στίχων και των λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />χαλαρή [[σύσταση]] σώματος, [[πλαδαρότητα]].
|mltxt=το (AM [[ἀραίωμα]])<br /><b>1.</b> η [[αραίωση]]<br /><b>2.</b> [[κενό]] [[διάστημα]] σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάστιχο]], [[διάστημα]] που ρυθμίζει τα κενά [[μεταξύ]] των στίχων και των λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />χαλαρή [[σύσταση]] σώματος, [[πλαδαρότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀραίωμα:''' ατος τό промежуток, пробел Diod., Plut., Luc.
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ραίωμα Medium diacritics: ἀραίωμα Low diacritics: αραίωμα Capitals: ΑΡΑΙΩΜΑ
Transliteration A: araíōma Transliteration B: araiōma Transliteration C: araioma Beta Code: a)rai/wma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, (ἀραιόω) interstice, crevice, chink, Str.4.4.1, D.S.1.39, Luc.VH1.30, Placit.3.3.11, Plu.2.980c, etc.; of the body, Hp.Morb.4.45; pore, σώματος Hero Spir.IPraef., al., cf. Sor.1.115; a little bit, Longin.10.17.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 cien. espacio vacío, intersticio en la materia poco densa, Philol. en Ach.Tat.Intr.Arat.19, en nubes Placit.3.3.11 (= Democr.A 93)
medic. intersticio, poro en los cuerpos vivos, Hp.Morb.4.45, Hero Spir.1 Praef., cf. 2.17, Sor.85.29, Asclep. en S.E.M.8.220
ósculo en las esponjas, Plu.2.980c
arq. ψύγματα καὶ ἀραιώματα vanos y espacios vacíos fig. en los discursos, Longin.10.7.
2 en gener. intersticio, rendija, hueco ἀραιώματα καταλείπουσιν entre las cuadernas al construir un barco, Str.4.4.1, διὰ τῶν τῆς θύρας ἀραιωμάτων D.S.3.22
fisuras, hendiduras τῆς γῆς Ph.1.8, 31, D.S.1.39, Hld.9.4.3, en minerales, Agatharch.27.

German (Pape)

[Seite 343] τό, Lücke, Plut. sol. an. 30; Luc. V. Hist. 1, 30; D. Sic. 1, 39; leerer Platz, Longin. 10, 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
interstice, intervalle.
Étymologie: ἀραιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀραίωμα: ατος τό промежуток, пробел Diod., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραίωμα: -ατος, τὸ (ἀραιόω) τὸ μεταξὺ δύο πραγμάτων μένον κενὸν διάστημα, ἀναμεσάδα, χαραγμάδα, ὡς π.χ. μεταξὺ σανίδων μὴ καλῶς συνηρμοσμένων, προσέτι σχίσμα γῆς, ῥαγάς, καὶ τὸ μεταξὺ τῶν ὀδόντων διάστημα κτλ., ἐκ τῶν κατὰ γῆν ἀραιωμάτων Διόδ. 1. 39· διὰ τῶν ἀραιωμάτων (τῶν ὀδόντων) ἡ ναῦς εἰς τὰ ἔσω διεξέπεσεν Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30: πορῶδες μέρος, σαρκὸς Ἥρων Αὐτομ. 208: ― ὀλίγον τι, μικρὸν τεμάχιον, Λατ. frustulum, Λογγῖν. 10. 12.

Greek Monolingual

το (AM ἀραίωμα)
1. η αραίωση
2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.
νεοελλ.
διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεων
αρχ.
χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα.