ἴδμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idmon
|Transliteration C=idmon
|Beta Code=i)/dmwn
|Beta Code=i)/dmwn
|Definition=ον, gen. ονος, ([[ἴδμεν]],= [[εἰδέναι]]) [[having knowledge of]] a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις <span class="title">AP</span>7.575 (Leont.).
|Definition=ἴδμον, gen. ονος, ([[ἴδμεν]], = [[εἰδέναι]]) [[having knowledge of]] a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις ''AP''7.575 (Leont.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1238.png Seite 1238]] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴδμων:''' 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα [[θεῖναι]] πόλιν Anth. научить город хорошим законам.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]».
|lstext='''ἴδμων''': -ον, γεν. ονος, ([[ἴδμεν]], = εἰδέναι) πεπειραμένος, [[εἰδήμων]], [[ἔμπειρος]], ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]], εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «[[ἴδμων]]· [[ἐπιστήμων]], [[ἵστωρ]]».
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />instruit de, habile dans, gén..<br />'''Étymologie:''' *εἴδω.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴδμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἴδμεν]]), [[πεπειραμένος]], [[έμπειρος]], ειδήμων· <i>τινός</i>, σε [[κάτι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἴδμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἴδμεν]]), [[πεπειραμένος]], [[έμπειρος]], ειδήμων· <i>τινός</i>, σε [[κάτι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴδμων:''' 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα [[θεῖναι]] πόλιν Anth. научить город хорошим законам.
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμων Medium diacritics: ἴδμων Low diacritics: ίδμων Capitals: ΙΔΜΩΝ
Transliteration A: ídmōn Transliteration B: idmōn Transliteration C: idmon Beta Code: i)/dmwn

English (LSJ)

ἴδμον, gen. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) having knowledge of a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις AP7.575 (Leont.).

German (Pape)

[Seite 1238] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
instruit de, habile dans, gén..
Étymologie: *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

ἴδμων: 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα θεῖναι πόλιν Anth. научить город хорошим законам.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμων: -ον, γεν. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) πεπειραμένος, εἰδήμων, ἔμπειρος, ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι, εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «ἴδμων· ἐπιστήμων, ἵστωρ».

Greek Monolingual

ἴδμων, -ον (Α)
έμπειρος, γνώστης κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ίδ-μων (< Fίδ-μων), παράγωγο του οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ιδ- της ρίζας Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. vidman «φρόνηση»].

Greek Monotonic

ἴδμων: -ον, γεν. -ονος (ἴδμεν), πεπειραμένος, έμπειρος, ειδήμων· τινός, σε κάτι, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Meaning: knowing
See also: s. οἶδα.

Middle Liddell

ἴδμων, ονος, ἴδμεν II]
skilled, skilful, τινός in a thing, Anth.

Frisk Etymology German

ἴδμων: {ídmōn}
Meaning: wissend
Derivative: mit ἰδμοσύνη
See also: s. οἶδα.
Page 1,710