ὑψίπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsipedos
|Transliteration C=ypsipedos
|Beta Code=u(yi/pedos
|Beta Code=u(yi/pedos
|Definition=ον, [[with high ground]], [[high-placed]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.31</span>.
|Definition=ὑψίπεδον, [[with high ground]], [[high-placed]], Pi.''I.''1.31.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[au sol élevé]], [[situé sur une hauteur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πέδον]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit hohem [[Boden]], [[hochgelegen]]</i>, [[ἕδος]] Pind. <i>I</i>. 1.31.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπεδος:''' [[высоко расположенный]] (Θεράπνας [[ἕδος]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[ἔδαφος]], ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
|lstext='''ὑψίπεδος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[ἔδαφος]], ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sol élevé, situé sur une hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πέδον]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υψίπεδο]]- επίπεδη, σχετικά, ορεινή [[περιοχή]] που βρίσκεται σε μεγάλο [[υψόμετρο]] και κατ' [[επέκταση]] εκτεταμένο [[οροπέδιο]] (α. «το [[υψίπεδο]] του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλατύ</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψίπεδος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υψίπεδο]]- επίπεδη, σχετικά, ορεινή [[περιοχή]] που βρίσκεται σε μεγάλο [[υψόμετρο]] και κατ' [[επέκταση]] εκτεταμένο [[οροπέδιο]] (α. «το [[υψίπεδο]] του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψί</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), [[πρβλ]]. [[πλατύπεδος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπεδος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό [[έδαφος]], αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑψίπεδος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό [[έδαφος]], αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπεδος:''' [[высоко расположенный]] (Θεράπνας [[ἕδος]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πεδος, ον,<br />with [[high]] [[ground]], [[high]]-placed, Pind.
|mdlsjtxt=ὑψί-πεδος, ον,<br />with [[high]] [[ground]], [[high]]-placed, Pind.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό ὕψι + [[πέδον]] τοῦ [[πούς]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπεδος Medium diacritics: ὑψίπεδος Low diacritics: υψίπεδος Capitals: ΥΨΙΠΕΔΟΣ
Transliteration A: hypsípedos Transliteration B: hypsipedos Transliteration C: ypsipedos Beta Code: u(yi/pedos

English (LSJ)

ὑψίπεδον, with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.

German (Pape)

mit hohem Boden, hochgelegen, ἕδος Pind. I. 1.31.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπεδος: высоко расположенный (Θεράπνας ἕδος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.

English (Slater)

ὑψῐπεδος high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύπεδος].

Greek Monotonic

ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑψί-πεδος, ον,
with high ground, high-placed, Pind.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὕψι + πέδον τοῦ πούς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.